10ο ΤΕΥΧΟΣ ΥΔΡΑΝΗ - ΠΟΡΤΡΕΤΑ - ΜΑΝΤΛΙΝ Flipbook PDF

10ο ΤΕΥΧΟΣ ΥΔΡΑΝΗ - ΠΟΡΤΡΕΤΑ - ΜΑΝΤΛΙΝ

97 downloads 118 Views 1MB Size

Recommend Stories


Porque. PDF Created with deskpdf PDF Writer - Trial ::
Porque tu hogar empieza desde adentro. www.avilainteriores.com PDF Created with deskPDF PDF Writer - Trial :: http://www.docudesk.com Avila Interi

EMPRESAS HEADHUNTERS CHILE PDF
Get Instant Access to eBook Empresas Headhunters Chile PDF at Our Huge Library EMPRESAS HEADHUNTERS CHILE PDF ==> Download: EMPRESAS HEADHUNTERS CHIL

Story Transcript

ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

στον καμβά της Μαντλίν

Στα ''Πορτρέτα'' μας, τιμούμε προσωπικότητες από το ευρύτερο φάσμα της Τέχνης & της Επιστήμης, ΄για την προσφορά τους στον Πολιτισμό μας, σε μια προσπάθεια μεταφοράς του πνεύματος & της ψυχής των Δημιουργών - Καλλιτεχνών - Επιστημόνων και της εκφραστικής τους δύναμης μέσα από το θαυμαστό έργο τους μιας γόνιμης διαδρομής. Κατόπιν έρευνας του Έργου, των συνεντεύξεων και της αξιοσημείωτης και πολύπτυχης δράσης τους, απεικονίζουμε ανθρωπομετρικά τις ψυχοπνευματικές τους ιδιότητες οι οποίες διαμόρφωσαν την ιδιοσυγκρασία της διάκρισης τους. ΜΑΝΤΛΙΝ

ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΩΝ ΠΟΡΤΡΕΤΩΝ

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΖΑΚΟΣ Tρίτη 13/9/2022 φεύγει από την ζωή σε ηλικία 87 ετών, ένας από τους σημαντικότερους Ηθοποιούς του σινεμά, Σκηνοθέτης, Δάσκαλος, Μεταφραστής, πρώην βουλευτής του Κ.Κ.Ε και μια σπουδαία θεατρική μορφή. Ο άφθονος θεατράνθρωπος Κωνσταντίνος Καζάκος, έριξε αυλαία (με διαφορά λίγων ωρών) μαζί με τον μεγάλο σκηνοθέτη Ζακ Λυκ Γκοντάρ. «Άραχνη σκιά» που λέει κι ο λαός μας, απλώθηκε για τον πολιτισμό μας, για το ελληνικό θέατρο και τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ο Κώστας Καζάκος, γεννήθηκε, στον Πύργο Ηλείας το 1935. «Μεγαλώσαμε με καλές συνθήκες, αλλά μετά είχαμε ανατροπές, πουλήσαμε σπίτια» είχε αναφέρει, όταν ανακαλούσε στην μνήμη του, τα προβλήματα και τα εμπόδια που συναντούσε εξαιτίας των πολιτικών πεποιθήσεων της οικογένειας του. Μαθήτευσε στο Νυχτερινό Γυμνάσιο Παγκρατίου και συνάμα εργαζόταν, φροντίζοντας για την διαβίωση της οικογένειας του, αφού ο πατέρας του, βρέθηκε στην εξορία. «Είχα μάθει τέχνες, χαμαλίκια, τα αδέλφια μου ήταν μωρά, αλλά αντέξαμε, κανονικά θα έπρεπε να έχουμε χαθεί. Η μάνα μου ήταν το στήριγμα, μου μετέφερε τις ευθύνες του πατέρα και αυτό με κράτησε όρθιο σε μια άγρια κατάσταση, ήταν ζούγκλα η Αθήνα τότε για εμάς από την επαρχία. Αλλά και το πάθος για τα γράμματα έπαιξε καθοριστικό ρόλο, με κράτησε ενεργό, όλα τα παιδιά της οικογένειας έμαθαν γράμματα», είχε πει σε συνέντευξη του.

Ήθελε να σπουδάσει Φιλοσοφική στην Αθήνα, (όπου είχε εγκατασταθεί σε ηλικία 13 χρόνων με την οικογένεια του).. Αντίκρυσε όμως την αρνητική »όψη» του Πανεπιστημίου, αφού του ζητούσαν να προσκομίσει χαρτί κοινωνικών φρονημάτων (άκουσον άκουσον) εξαιτίας του αριστερής καταγωγής του & για τον λόγο αυτό δεν δέχτηκαν ην εγγραφή του. Κατόπιν τούτου, αποφασίζει να σπουδάσει στην Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου (1953-1956) στην οποία τότε μαθήματα παρέδιδαν ο Καμπανέλλης, ο Βολανάκης, που ήταν νεαρός αξιωματικός, ο Θεοδωράκης, ο Τσαρούχης & στη Δραματική Σχολή Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν (1954-1957) τον οποίο γνώρισε όταν έκανε το ντεμπούτο του στο σινεμά το 1956 στην σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου η «Αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν το 1957, αποκτά τον πρώτο μεγάλο του ρόλο. «Ήμουν φροντιστής στο θέατρο και έπαιζα μικρούς ρόλους, αλλά στο τρίτο έτος, μετά τον «Κύκλο με την κιμωλία», ξεκίνησα να παίζω στο «Ψηλά απ’ τη γέφυρα». Εκεί σκέφτηκα ότι πατούσα στα πόδια μου. Βέβαια η αμφισβήτηση είναι κάτι μόνιμο, αλλά με τον χρόνο καταλάβαμε τις εσωτερικές διεργασίες, το κίνητρο για να κάνουμε ό,τι κάνουμε. Το κερδίσαμε δίπλα στον Κουν, χάρη στην ευγένεια, την πνευματική ακτινοβολία και τους υψηλούς πνευματικούς στόχους που είχε. Δεν τους καταλαβαίναμε καν, αλλά μας ενέπνεε ώστε να προσπαθούμε να πετύχουμε. Ήταν το μεγάλο κίνητρο. Ήταν μοναστήρι το Θέατρο Τέχνης, κλεινόμασταν μερόνυχτα εκεί, στο Υπόγειο» είχε δηλώσει ο ίδιος. Υπήρξε παντρεμένος (1968-1992) με τα ομορφότερα μάτια της ελληνικής τηλεόρασης, αυτά της αλησμόνητης, μεγάλης μας ηθοποιού Τζένης Καρέζη, με την οποία έγιναν ζευγάρι στο «Κοντσέρτο για πολυβόλα» του Ντίνου Δημόπουλου σε σενάριο του Νίκου Φώσκολου. Το 1969 έρχεται στην ζωή τους ο γιός τους Κωνσταντίνος Καζάκος (επίσης ηθοποιός). Το 1968 με το έργο «Θεοδώρα η μεγάλη» του Γεωργίου Ρούσσου πρωτοεμφανίζεται ο θίασος Κώστα Καζάκου – Τζένης Καρέζη. Ακολουθεί το 1973 το θρυλικό «Μεγάλο μας τσίρκο» μια δημιουργία του Ιάκωβου

Καμπανέλλη σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου & τον Τεράστιο Νίκο Ξυλούρη να ερμηνεύει επί σκηνής, ( δίνοντας καθοριστική ΄΄κατραπακιά » κατά της χούντας. Έπαιξαν παρέα στα έργα η «Κυρία δεν με μέλει» του Βικτοριέν Σαρντού (1970), «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1982) του Έντουαρντ Άλμπι σε σκηνοθεσία του Ζιλ Ντασέν και «Διαμάντια και μπλουζ» (1990) της Λούλας Αναγνωστάκη, που ήταν και η τελευταία κοινή τους εμφάνιση. Το 1973 παίζει για πρώτη φορά στην τηλεόραση ο Κώστας Καζάκος με την Τζένη Καρέζη στη σειρά «Μαρίνα Αυγέρη», σε σενάριο της Τζένης, το οποίο υπέγραψε με το ψευδώνυμο Παυλίνα Μπόταση, & κατόπιν στο «Η μεγάλη περιπέτεια» (1976) & «Μαύρη χρυσαλλίδα» (1990) – & οι δύο με την Καρέζη– , και με τον «Μεγάλο Ξεσηκωμό (1977), όπου υποδύθηκε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Η τελευταία του εμφάνιση ήταν στην καθημερινή σειρά «Βέρα στο δεξί». Μετά τον θάνατο της Σπουδαίας μας ηθοποιού Τζένης Καρέζη ανέβασε τον «Θάνατο του εμποράκου» (1993) του Άρθουρ Μίλερ και την «Όπερα της πεντάρας» (1993) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, την «Αντιγόνη» (1995) του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, τον «Βασιλιά Λιρ» (1996) του Σαίξπηρ, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ (1997) κ.ά. «Χωρίς το κοινό ο ηθοποιός δεν έχει καμία υπόσταση», έλεγε. «Σε αυτήν τη δουλειά δεν προλαβαίνουμε να κοιτάξουμε πίσω, να κάνουμε απολογισμό. Περνούν τα χρόνια και πάντα αισθανόμαστε ότι ξεκινάμε τώρα». Το 1997 παντρεύτηκε την ηθοποιό Τζένη Κόλλια και απέκτησαν 4 παιδιά. (Δυστυχώς σε ηλικία μόλις 8 μηνών έχασαν το ένα τους παιδί, εξαιτίας μιας πολύ σπάνιας ασθένειας). Υπηρέτησε την Τέχνη,( μαχητής & αγωνιστής) υπερασπίστηκε τα σπουδαία ιδανικά της, με συνέπεια. Μέσα από την Τέχνη μετέφερε την Γνώση. Δημιούργησε Έργο, το οποίο ενίσχυε τον Άνθρωπο & το Ήθος. Μίλησε την αναπτυξιακή, ποιοτική & εξελικτική της γλώσσα. Ουσιαστικά & ανεπιτήδευτα, διαπαιδαγωγούσε. Με την θαυμαστά εντυπωσιακή φωνή του & την πληθωρικότητα του, το χιούμορ του & την απλοϊκότητα του άνοιγε πορτοπαράθυρα στο όνειρο

του ταξιδιού προς την ελευθερία του συναισθήματος, για έναν πολιτισμό που ενώνει μέσα από τις ανθρωπιστικές Αξίες. «Ένα από τα χαρακτηριστικά μου είναι πως με ό,τι και να καταπιανόμουν έπεφτα με τα μούτρα, προσπαθούσα να το κάνω με όλο μου το είναι. Ό,τι και να γινόμουν, θα το έκανα με όλες μου τις δυνάμεις». έλεγε. Ο Μεγάλος μας ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου Κώστας Καζάκος, με επιβαρυμένη ήδη την υγεία του, (καθώς είχε νοσήσει με κορονοϊό στο παρελθόν) νοσηλευόταν με αναπνευστικά προβλήματα στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Μεγάλη συγκίνηση και σεβασμό προκάλεσε εκτός της απώλειας του και η επιθυμία του να δωρίσει το σώμα του, στην υπηρεσία της Ιατρικής Επιστήμης! Η αναγνώρισης της δύναμης και του μεγαλείου μιας υπέρτερης δύναμης της πνευματικότητας που τον χαρακτήριζε και υποστήριζε μέχρι τέλους. * «Κίνηση υψηλού συμβολισμού» χαρακτηρίζει η Ιατρική Σχολή Αθηνών την απόφαση του Κώστα Καζάκου,του οποίου επιθυμία ήταν να δωρίσει το σώμα του για την εκπαίδευση των φοιτητών «εκφράζοντας έμπρακτα την αγάπη και την εκτίμησή του στο έργο και την προσφορά της Ιατρικής σχολής στον Άνθρωπο». Διετέλεσε αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Ελεύθερου Θεάτρου, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (ΠΑΠΟΚ) καθώς επίσης υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Ελληνοαραβικού Συνδέσμου και μέλος της Επιτροπής Αδείας Άσκησης του Επαγγέλματος του Ηθοποιού. Υπήρξε μαζί με τον Λέοντα Τριβιζά, συνιδρυτές του Ελεύθερου Θεάτρου, αλλά & ιδρυτής του ιδρύματος «Τζένη Καρέζη». Τιμήθηκε με τον «Χρυσό Απόλλωνα», βραβείο ηθοποιού Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών το 1967, και Α΄ Χρυσό Βραβείο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1973 για την ακέραια και ολοκληρωμένη θεατρική παραγωγή «Λυσιστράτη» καθώς επίσης και με το Βραβείο της Ένωσης Θεατρικών Συγγραφέων και Κριτικών για το συνολικό του έργο.

ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΥΙΛΙΑΜΣ Βουτιά σε νοσταλγικές αναμνήσεις, σε μουσικά ταξίδια που »άφησαν» εποχή, τραγούδια που δεν ξεθώριασαν με το πέρασμα του χρόνου, εποχής γοητευτικής με ανατρεπτικό παλμό. Τότε που η σπουδαιότερη τηλεοπτική διασκέδαση ήταν ο διαγωνισμός της Eurovision. Tότε που ο Ρόμπερτ Ουίλιαμς μαζί με την Μπέσσυ Αργυράκη, τον Πασχάλη και την Μαριάννα Τόλη, εκπροσωπούν την Ελλάδα μας (1977) και καταφέρνουν την 5η θέση, με το πασίγνωστο «Μάθημα Σολφέζ» με τον ίδιο να απορεί, μετά από τόσα χρόνια, γιατί το συγκεκριμένο τραγούδι, έγινε διαχρονικό. Περίοδος, κατά την οποία, ο Αγαπημένος καλλιτέχνης Ρόμπερτ Ουίλιαμς (Ροβέρτος-Κωνσταντίνος) ο οποίος γεννήθηκε στις 4/12/1949 στην Αθήνα, άφησε το δικό του αποτύπωμα, τον δικό του χαρακτήρα. Ένας από τους Καλλιτέχνες που χάραξαν πορεία στα εφηβικά -νεανικά χρόνια μιας ολάκερης γενιάς και αγαπήθηκε πολύ στην δεκαετία των ’70s. Ο πατέρας του Άγγλος και η μητέρα του Ελληνίδα. Όταν αποφοίτησε από το γυμνάσιο, προκειμένου να εργαστεί έφυγε για την Ροδεσία. Μαζί με τον Σταύρο Λογαρίδη, τον Κώστα Τουρνά και τον Κώστα Παπαϊωάννου, ιδρύουν το καινοτόμο και επιτυχημένο ποπ συγκρότημα POLL το 1971( με εξαιρετικά μεγάλη απήχηση στο κοινό) του οποίου ήταν κιθαρίστας και τραγουδιστής. Τα τραγούδια τους, κατατάσσονται, στα καλύτερα της ιστορίας της ελληνικής μουσικής σκηνής. Στα νεανικά του χρόνια, έπαιζε μουσική στους «Dino and the X-Rays» και στους «Teenagers».

Το 1974 κυκλοφορεί ο πρώτος του δίσκος ο οποίος τιτλοφορείται «Robert Williams» ενώ το 1976 από τον δίσκο «Εσύ και Εγώ» το τραγούδι «Μίλα μου» σημειώνει τεράστια επιτυχία και ο νόστος κυριεύει τις ψυχές του κοινού του. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κερδίζουν το βραβείο με την Μπέσσυ Αργυράκη (1975) με το τραγούδι «Σαν ένα όνειρο» με την οποία, λίγο αργότερα διατηρούν ερωτικό δεσμό, για περίπου 6 χρόνια όμως στην συνέχεια παρέμειναν αγαπημένοι φίλοι. Έγραψε τους στίχους και την μουσική για την μακροβιότερη καθημερινή τηλεοπτική σειρά του Νίκου Φώσκολου η «ΛΑΜΨΗ» το 1991. Έχει αναφερθεί στις συγκρουσιακές σχέσεις που είχε με την κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου και τον πόλεμο που δεχόταν ο οποίος κατέστη ο λόγος για να γράψει τραγούδια για την Ν. Δημοκρατία και να συνθέσει τον ύμνο της, ως αντίδραση. Σε συνέντευξη του, έχει αναφέρει πως με τα τραγούδια που έγραφε, επικοινωνούσε σκέψεις και συναισθήματα, γεγονότα και εντυπώσεις, ψυχικές αποχρώσεις και ότι μπορεί να αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος διαμέσου των αισθήσεων, χωρίς όμως να ανησυχεί αν θα αρέσουν ή όχι. Κι αυτό γιατί ο ίδιος ασκούσε το πνεύμα του, δίχως να προσχεδιάζει την έγκριση. Συναισθηματικός και ευαίσθητος μουσικός, δεν σταμάτησε ποτέ, να τραγουδά για τους νέους. Η εποχή της μουσικής την οποία αντιπροσώπευε, θεωρούσε πως οι δημιουργίες είχαν αξία, λόγο, σημασία κι όχι καθαρή εμπορευματοποίηση. «Δουλεύαμε σε μια περίοδο που οι άνθρωποι διασκέδαζαν. Αγόραζαν τις δουλειές σε αντίθεση με το σήμερα που λόγω της κατάστασης έχουν απομακρυνθεί»….. «Πήγα πρόσφατα σε ένα μαγαζί και δεν μπορούσα να κάτσω. Ακόμη και τα μπουζούκια έχουν αλλάξει σήμερα»}… «Έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα στη δισκογραφία. Οπότε, είναι δύσκολο οι νέοι να κάνουν πράγματα στη μουσική. Οι δουλειές των καλλιτεχνών πλέον κυκλοφορούν μέσα από εφημερίδες και περιοδικά σε μία ευτελή τιμή»} είχε σχολιάσει σε συνέντευξη του. Ο ίδιος εργαζόταν στον Οργανισμό Συλλογικής Διαχείρισης, για τα πνευματικά δικαιώματα των τραγουδιστών.

«Ασχολούμαι με τη μουσική αλλά από διαφορετικό μετερίζι. Ασχολούμαι περισσότερο με το συνδικαλιστικό αλλά και με το νομικό κομμάτι της» είχε δηλώσει. Αναφορικά με τα προβλήματα και τα δυσχερή θέματα που έχουν προκύψει στην ελληνική κοινωνία, ο ίδιος είχε επισημάνει : «Αντιμετωπίζουμε σήμερα όλοι ένα τεράστιο πρόβλημα. Αν δεν υπάρξουν άνθρωποι που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση, σίγουρα δεν έχουμε κανένα μέλλον. Η κρίση μας έχει επηρεάσει πάρα πολύ. Προσπαθούμε να τα φέρουμε βόλτα με λιγότερα. Έχουμε λιγότερα χρήματα, διαρκώς περισσότερους φόρους και τις περισσότερες φορές άδικους φόρους. Σταθήκαμε τίμιοι σε αυτό το κράτος αλλά υπάρχουν και άλλοι που παρανόμησαν και τώρα εμείς καλούμαστε συνεχώς να πληρώνουμε το μάρμαρο. Ούτε έκρυψα, ούτε θέλησα να κρύψω και ούτε έχω τρόπο να κρύψω» είχε πει. Παντρεμένος με την επί 40 χρόνια γοητευτικότατη γυναίκα Αμαλία Δημητριάδη, δημιούργησαν μια πολύ ωραία οικογένεια, θεμελιωμένη με τα πολύτιμα συστατικά, της αγάπης, της κατανόησης, του σεβασμού, του θαυμασμού και της εκτίμησης. Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Αλέξανδρο, την Μάρθα και την γνωστή σε όλους μας Ιλένια Ουίλιαμς. Για τα παιδιά του σε συνέντευξη του είχε πει τα εξής.. «Ο γιος μου έχει τελειώσει νομική, ασχολείται με τη μουσική, γράφει εκπληκτικά, αγγλικό ή αμερικάνικο στιλ, η μικρή κόρη μου, η Μάρθα, τελειώνει του χρόνου Παιδαγωγικά στα Γιάννενα, είναι εκπληκτική τραγουδίστρια, το λέω απόλυτα, γιατί είμαι πολύ αυστηρός σ’ αυτά. Φτιάχνουν τραγούδια με τον Αλέξανδρο και μακάρι να θελήσει να ασχοληθεί. Η Ιλένια ήταν στην- εκπομπή με τον Δημήτρη Ουγγαρέζο στον ΑΝΤ1… » Η Ιλένια πάντα ρωτάει τη γνώμη μου, αλλά το κάνει και η Μάρθα με τον Αλέξανδρο. Δεν θέλω να επηρεάζω τα παιδιά μου, απλώς δίνω τη δική μου άποψη, από εκεί και πέρα είναι μεγάλα παιδιά, μπορούν να σχηματίσουν τη δική τους γνώμη. Η Ιλένια ήθελε να ασχοληθεί με το τραγούδι, αλλά την απέτρεψα, γιατί δεν νομίζω ότι η Ελλάδα

προσφέρει πια τίποτα στα παιδιά αυτά. Από τη στιγμή που ανακατεύτηκε με την τηλεόραση, υπάρχει παραγόμενο προϊόν, αλλά δεν υπάρχει απορρόφηση, που σημαίνει ότι αυτά τα παιδιά δεν έχουν δουλειά, τους δημιουργούν όνειρα τα οποία δεν υπάρχουν. Τα παιδιά μου δεν θα ήθελαν με κανέναν τρόπο να μεταχειριστούν το όνομα μου, ώστε να είναι ένα σκαλοπάτι για παραπέρα. Τη Μάρθα την έχουν ζητήσει να πάει στο εξωτερικό, για τραγούδι, δεν μιλάω για την Ελλάδα» (σε συνέντευξη το 2016). Μεγάλο και μοναδικό πάθος του, τ΄ αυτοκίνητα ( περίπου 60 να είχαν περάσει από την ζωή του). ‘Άνθρωπος σεμνός και διακριτικός, συνήθιζε να περνά να χαλαρώνει, με την οικογένεια του και ν ΄απολαμβάνει στιγμές φροντίζοντας τον κήπο του και τα κατοικίδια του. Προσωπικά είχα την Τιμή και την Χαρά, να είναι καλεσμένος μας στην εκπομπή, στο ραδιόφωνο (Επικοινωνία 94fm) ώστε να μπορώ να έχω προσωπική άποψη, πως πραγματικά ήταν μια «μελωδία» που γλύκαινε την ψυχή με την αισθητική της ηθικής του. Έφυγε από κοντά μας στις 22/ 8/2022 σε ηλικία 73 ετών, στην αγκαλιά της οικογένειάς του, ( καρκίνο στο πάγκρεας) αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της υγείας του με αξιοπρέπεια και λεπτότητα όπως ακριβώς πορεύτηκε. Την δυσάρεστη είδηση έκανε γνωστή η συνεργάτιδα και φίλη του Μπέσσυ Αργυράκη στο Instagram. Έγραψε χαρακτηριστικά.. »Αντίο αγαπημένε μου, μελωδε της καρδιάς μου, Άγγελε επί της γης…Τώρα θα τραγουδάς από κει ψηλά κι εμείς θα σε ακούμε για πάντα..».

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΟΚΟΤΑΣ Στις 23/3/1937 στην Αθήνα, γεννήθηκε ο Σταμάτης Κόκοτας, ο οποίος έμελλε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της μουσικής μας σκηνής. Η ιδιαιτερότητα του ηχοχρώματος της φωνής του και οι ερμηνείες του, έχουν ταξιδέψει πολλές γενιές. Ξεκίνησε επαγγελματικά το τραγούδι στο ΠαρίσΙ. «Έλεγα όλων των ειδών τα τραγούδια, γαλλικά, ισπανικά, ελληνικά, άγνωστος εδώ, φτασμένος εκεί. Είχα όμως την τύχη να με ακούσει ο μεγάλος λάτρης της λαϊκής μουσικής, ο Σταύρος Ξαρχάκος, σ’ ένα ταξίδι του ήρθε και στην παριζιάνικη μπουάτ όπου τραγουδούσα και έτσι ξεκίνησαν όλα», είχε αναφέρει. ο Σταύρος Ξαρχάκος τον πήγε στην Columbia, στον μεγαλοπαραγωγό Γιώργο Μακράκη. «Η μανία μου ήτανε να βρίσκω νέες φωνές και νέους συνθέτες. Το 1965 έφερε ο Ξαρχάκος στην Columbia τον Τάκη, για να συμμετέχει σ’ ένα δίσκο με τη Μοσχολιού. Ο Λαμπρόπουλος, ο διευθυντής της εταιρείας, του άλλαξε το όνομα και το έκανε Σταμάτη. Ήτανε γεννημένος σταρ, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε… Κι αυτό που γινόταν με το Σταμάτη επί 30 χρόνια, θα συνέβαινε μόνον με τους Beatles. Ο Σταμάτης άνοιγε μαγαζιά, το “13” ας πούμε που μετά πήρε μια άλλη επωνυμία… και σ’ όλα τα μαγαζιά γινόταν συλλαλητήριο. Ο Ωνάσης έπαιρνε το αεροπλάνο και πήγαινε στη Νεράιδα ή στα Δειλινά για να ακούσει τον Κόκοτα. Τον καλούσε στο κότερό του, τη “Χριστίνα”…. Ο Σταμάτης δεν υπολόγιζε το χρήμα. Αυτός ανέβασε τα νυχτοκάματα των τραγουδιστών, που ήταν πολύ χαμηλά ως τότε – τις 500.000 τις έκανε δύο εκατομμύρια, ας πούμε.….»

«Το ξεκίνημα του Κόκοτα το σφράγισε η μεγάλη επιτυχία του Ξαρχάκου-Γκάτσου “Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη”», λέει ο Γιώργος Μακράκης. «Οκτώβρης του 1965. Κι είναι η πρώτη φορά που ένας ερμηνευτής με το πρώτο κιόλας τραγούδι που λέει αγκαλιάζεται από τον κόσμο. Το 1966 έκανε απανωτές επιτυχίες με τραγούδια του Δήμου Μούτση, σε στίχους Γκάτσου – όλοι οι Έλληνες τραγουδούσαν τότε “Πειραιώτισσα”, “Σιγά-σιγά”, “Μη μου χτυπάς μεσάνυχτα την πόρτα” …κι ο Κόκοτας έγινε σταρ.» Ιδιαίτερα ξεχωριστός Άνθρωπος…. «Έτσι φέρεται», λέει ανώνυμος μουσικός. «Με κάτι σαν μεγαλείο, που μπορεί να το πάρεις ανάποδα και να πεις “ψωνάρα” αλλά είναι βιτρίνα. Έτσι φερόταν πάντα. Δεν συντονιζόταν με τους άλλους, και μόνον εκεί έχανε. Μια φορά είχαμε έναν μουσικό που το παιδί του ήταν άρρωστο, ο άνθρωπος ήταν χάλια. Ο Σταμάτης δεν είχε καταλάβει, του έλεγε καλαμπούρια. Του το είπαμε εμείς, το παιδί του Τάδε κινδυνεύει. Συγκλονίστηκε. Πλήρωσε από την τσέπη του να πάει το παιδί στο εξωτερικό, και σώθηκε χάρη στον Σταμάτη.» Έκανε καριέρα στην Ελλάδα, όπου το 1966 παρουσιάζεται στη δισκογραφία ερμηνεύοντας Σταύρο Ξαρχάκο & Νίκο Γκάτσο στο δίσκο «Ένα μεσημέρι». Χαρακτηριστική η δισκογραφική του παρουσία (1960-1970) ερμηνεύοντας επιτυχίες όλων των Μέγιστων Ελλήνων συνθετών & στιχουργών, όπως του Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου Ξαρχάκου, Βασίλη Τσιτσάνη, Δήμου Μούτση, Απόστολου Καλδάρα, Γιάννη Σπανού, Γιώργου Ζαμπέτα, Γιώργου Χατζηνάσιου, Νίκου Γκάτσου, Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, Πυθαγόρα, Χρήστου Νικολόπουλου, Τάκη Μουσαφίρη, Μιχάλη Τερζή, Σπύρου Παπαβασιλείου, Αντώνη Κατινάρη, Λευτέρη Παπαδόπουλου, κ.α. «Το μυστικό της επιτυχίας μου ήταν ότι έδινα την ψυχή μου στο τραγούδι. Όπου πήγα, άφησα τη σφραγίδα μου: την ερμηνεία», είχε πει & πραγματικά, αυτός ήταν & ο λόγος που αγαπήθηκε πολύ & είχε γίνει τ΄ όνομα του, συνώνυμο της νυχτερινής Αθήνας, που με την ιδιαίτερη φωνή του & την ερμηνεία του αποτέλεσαν τμήμα της μουσικής μας ιστορίας. Ένας πανελληνικός αστέρας, με σήμα κατατεθέν τις φαβορίτες του, που μας ψυχαγώγησε με την ιδιοσυγκρασιακή χροιά της φωνής του, σαν άλλη σειρήνα τους ταξιδιώτες, για να τους μαγέψει με την ξεχωριστής αισθητικής ερμηνεία του.

«Χρηματοδοτούσε για χρόνια έναν πολύ γνωστό συνθέτη», λέει ο Παπαδόπουλος, «γενικά είχε δώσει λεφτά σε κόσμο και ντουνιά – από και γενναιοδωρία. Από όλους τους τραγουδιστές που έχω γνωρίσει, είναι ο πιο φιλότιμος, ο πιο κύριος. Δεν ήρθε ποτέ στο σπίτι μου με άδεια χέρια, χωρίς να φέρνει κάτι, από γλυκά και σαμπάνιες μέχρι… παπούτσια, ό,τι του ερχότανε! «Το 1970 – 1971 είχα γράψει το “Γιέ μου”, σε μουσική Απόστολου Καλδάρα. Το τραγούδησε ο Σταμάτης κι έκανε μεγάλη επιτυχία. Επιστρέφει λοιπόν από την Αμερική, έρχεται να με δει, μου λέει “αδερφέ μου έζησα συγκλονιστικά πράγματα” και βγάζει μια θήκη μακρόστενη ρολογιού και μου τη δίνει, “αυτό δικό σου”. Ήταν ένα Ωμέγα με πλατινένιο μπρασελέ και διαμάντια. Του λέω, “τι ναι αυτό που μου δίνεις; Είσαι μαλάκας;” Απαντάει, “σου ανήκει, είναι δικό σου. Γιατί τραγούδαγα το ‘γιέ μου’ στην Αμερική και κάθε βράδυ ερχόταν ένας μ’ αγκάλιαζε, με φιλούσε, έκλαιγε… και μια μέρα έβγαλε το ρολόι. “Να το δώσεις στον άνθρωπο που έγραψε το τραγούδι”, μου λέει. Κι εγώ στο έφερα.» Αυτό δεν το έχει κάνει ποτέ κανένας τραγουδιστής, σε κανέναν. «Ένα εξαιρετικό παιδί», λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, «τραυματισμένο, μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής με δικό του χρώμα. Όχι το κλασσικό του Καζαντζίδη, αλλά δικό του. Άμα ρώταγες τον Μπιθικώτση ή τη Μοσχολιού θα σου έλεγαν ότι είναι από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές που έβγαλε ο τόπος. Έχει ένα στοιχείο υπερβολής πάνω του, αλλά είναι όλο αγάπη. Έλεγε θυμάμαι ένα τραγούδι, “θα το γράψει ο βασιλιάς και θα το πει ο αυτοκράτορας” κι εννοούσε τον εαυτό του και μένα. Τον αγαπάω πάρα πολύ. (…) Μετά “Του τα χρόνια” ο Λαμπρόπουλος, που κι αυτός τον αγαπούσε, έβαλε τον Μούτση να του γράψει τραγούδια, κι ο Μούτσης, σε στίχους Γκάτσου, του έγραψε το “Σιγάσιγά, κι αυτό το βράδυ”, “Μη μου χτυπάς μεσάνυχτα την πόρτα”, κι ο Παπαστεφάνου το “Στου προφήτη Ηλία τα σοκάκια”… Έπειτα κάναμε έναν δίσκο ο Σπανός κι εγώ, – “Πες πως μ’ αντάμωσες μια νύχτα σ’ ένα όνειρο”, “Μες ‘τη νύχτα αυτή κάποιος άλλος σε παίρνει”, “Μια βραδιά του Μαγιού”…. Μετά έκανε το δίσκο με τον Καλδάρα. Το “Όνειρο απατηλό” ήταν τεράστια επιτυχία.»

«Τρώγαμε συχνά τις νύχτες παρέα», λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. «Ο Φρέντυ Γερμανός του έκανε μια συνέντευξη κι έλεγε ο Σταμάτης, όσο μιλούσε για τα αμάξια του, “κάθε κατσαβιδιά και δεκαχίλιαρο”. Κι έλεγε συνέχεια στο Φρέντυ, “γράψτο όπως το λέω”. Ο Φρέντυ τα έγραψε, δεν ήθελε να του κάνει κακό, αλλά στο χαρτί… βγήκε μόνον η υπερβολή του Κόκοτα.» Πολλά χρήματα επίσης του έδιναν για να ξυρίσει τις ξακουστές του φαβορίτες, αλλά αρνιόταν κατηγορηματικά! Δεν υπήρχε κανένας λόγος για να τις αποχωριστεί. Φανατικός φίλαθλος του Παναθηναϊκού και λάτρης του μηχανοκίνητου αθλητισμού, γνωστός τοις πάσι για τις αναρίθμητες συμμετοχές του σε αγώνες ταχύτητας & της επιδεξιότητας του από την θέση του οδηγού, στα νεανικά του χρόνια & πάντα χαροποιούσε το κοινό των αγώνων. Σταμάτησε τους αγώνες όταν σκοτώθηκε στη Ρόδο ο Μεϊμαρίδης το 1971 όπως λέει ο Γιώργος Μοσχούς, που τον ήξερε ως ραλλιάρη. «Ήταν πολύ καλός οδηγός. Ήταν διαφορετικά τότε τα πράγματα, δεν υπήρχαν πίστες, το Τατόι μόνο, στο πολεμικό αεροδρόμιο. Ο Σταμάτης είναι άψογος, κύριος.» «Υπήρξε εποχή που έφευγε να τραγουδήσει ή να πάρει μέρος σε αγώνες στη Ρόδο», έχει πει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, «κι έκλεινε ολόκληρο το αεροπλάνο για να ταξιδέψει αυτός και ένας-δυό φίλοι του.» Αγόραζε αυτοκίνητα-αντίκες και έπαιζε στον ιππόδρομο. Σε συνέντευξη του Σ. Κόκοτα στον Βασίλη Καββαθά ο οποίος είχε πει πως «ο Καζαντζίδης λατρεύει την Αμερική. Εσείς;» Ο Κόκοτας απάντησε: «Εγώ πιστεύω ότι τον εντυπωσίασε γιατί στην Αμερική πατάς ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή. (…). Προτιμώ την Ψωροκώσταινα, τη βρώμα. Γιατί εδώ μίλησα και με τον βασιλιά και με τον απλό άνθρωπο και με τον χειρότερο. Λέγανε για τον Ωνάση ότι είχε στεναχωρηθεί γιατί μια εφημερίδα μας έβαλε μαζί γράφοντας, “ο βασιλιάς της θάλασσας κι ο βασιλιάς του τραγουδιού!” Ήρθε νωρίς στο μαγαζί: “Καπετάν Σταμάτη”, μου λέει, “δεν μου άρεσε καθόλου αυτό, ποιος το έγραψε να του τραβήξεις τα αυτιά;” Απλός άνθρωπος. Ένας βαρκάρης καλοσυνάτος. Τίποτα παραπάνω. Ούτε ψώνιο ούτε τίποτα. Του άρεσε να έχει δίπλα του ωραία γυναίκα. (…) Και δεν την κοίταγε ποτέ, ούτε στα μάτια, γιατί ήταν αυστηρός και σωστός. Με την Τζάκι βγήκαμε 500 φορές. Ποτέ δεν γύρισε να την κοιτάξει. Ήταν τόσο λεβέντης που δεν λέγεται. Αυτά τα ξέρω γιατί ήμουν ο πιο επιστήθιος φίλος του Ωνάση.»

«Με τον Ωνάση ήμασταν απλώς φίλοι και τίποτα παραπάνω. Ήμουν ο διασκεδαστής του. Έτυχε να κάνουμε πολλές παρέες με πολύ δύσκολους ανθρώπους, από βασιλιάδες και βάλε. Μέχρι την ημέρα που έφυγε από αυτόν τον κόσμο, ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι. Ήταν καλός άνθρωπος, ένας λεβέντης και μισός. Όταν έβλεπε ότι κάποιος με ενοχλούσε, πήγαινε κοντά του και τον έδιωχνε», έχει πει ο ίδιος Ο Σταμάτης Κόκοτας είχε παντρευτεί δύο φορές και από τον πρώτο του γάμο με την Ρόζα απέκτησε τον Δημήτρη (τραγουδιστής) και την Έλλη, ενώ με την δεύτερη σύζυγό του Ευαγγελία απέκτησε την Μαριάννα. «Ο έρωτας είναι μια ψυχική διαύγεια. Όταν είσαι ερωτευμένος έχεις καθαρό πνεύμα. Θόλωμα έχεις όταν έχεις μπερδέματα» είχε πει. Έφυγε από κοντά μας την 1η του Οκτώβρη το 2022, μετά από ραγδαία επιδείνωση της υγείας του, ενώ νοσηλευόταν στο Ασκληπιείο της Βούλας, σε ηλικία 85 ετών, καθότι γνωστό πως τα τελευταία 4 χρόνια έδινε την μάχη του με την επάρατη νόσο. Ο ίδιος είχε δηλώσει σχετικά …«δεν τον φοβάμαι. Καθόλου. Η πορεία μου, άλλωστε, αυτό δείχνει. Πολλές φορές τον ξεπέρασα και πλέον δεν με φοβίζει».

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Γυναίκα θρύλος. Η πρώτη κορυφαία γυναίκα στιχουργός και επί της ουσίας ποιήτρια, σ έναν τυπικά αυστηρό ανδροκρατούμενο κόσμο, επιδεικνύοντας θάρρος και τόλμη. Η αξιοσημείωτα βαρυσήμαντη του ελληνικού λαικού τραγουδιού, Ευτυχία ΧατζηγεωργίουΟικονόμου αρχικά, Νικολαίδου αργότερα και Παπαγιαννοπούλου οριστικά γεννήθηκε το 1893 στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας, όπου ζούσε ευημερούσα, αγαπούσε πολύ το διάβασμα, έγραφε ποιήματα και την ευχαριστούσε να μιλά ομοιοκαταληκτικά. Ήταν ξεχωριστή φύση και αδάμαστος χαρακτήρας. «Ο θρύλος την έχει πως ήταν υιοθετημένη, και μάλιστα με τη συνεννόηση των δύο γυναικών, της θετής και πραγματικής μάνας της. “Θ’ αφήσω το παιδί την τάδε ώρα στην πόρτα, έχε το νου σου…” Πού να κλείσει μάτι η Μαριόγκα όλο το βράδυ. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν άνοιξε την πόρτα, έβαλε τις φωνές: “Αχ, ένα μωρό είναι στην πόρτα μας, η ευτυχία μπήκε στο σπίτι μας…”» σύμφωνα με όσα καταθέτει η εγγονή της Ρέα Μανέλη (χορεύτρια στο θέατρο, με διεθνή καριέρα), στο βιβλίο που έγραψε το 2003 »Η γιαγιά μου η Ευτυχία» από τις εκδόσεις «Άγκυρα». Σε μικρή ηλικία, βιώνει την απώλεια του πατέρα της. Παντρεύτηκε με προξενιό, τον κατά 20 χρόνια μεγαλύτερό της Κωστή Νικολαίδη (έμπορο) τον οποίο όπως αναφέρει η εγγονή της δεν ερωτεύτηκε ποτέ. Η μάνα της, χωρίς περιστροφές κι υπονοούμενα ενημερώνει τον γαμπρό λέγοντας του

πως ..«Η Ευτυχία δεν έχει ιδέα ποια πόρτα οδηγεί προς την κουζίνα, αλλά ξέρει πολύ καλά ποια είναι η πόρτα που οδηγεί στη βιβλιοθήκη, και στην εξώπορτα». Αποκτούν μαζί δυο κόρες την Μαίρη και την Καίτη. Γράφεται στο Πανεπιστήμιο και παραδίδει μαθήματα για να καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες. Η εγγονή της Ρέα, η οποία έγραψε το προαναφερθέν βιβλίο, είναι η κόρη της Μαίρης και του κωμικού ηθοποιού Φραντζέσκου Μανέλη. Όταν οι Τσέτες (Τούρκοι στρατιώτες), εισβάλλουν στο Αϊδίνι το 1911, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου βιώνει το αποτρόπαιο και φρικτό πρόσωπο του πολέμου. «είδε να σφάζουν, να βιάζουν και να καίνε, κι αυτές τις εικόνες τις κουβαλούσε μια ζωή μέσα της» ως αιχμάλωτη με τα παιδιά της και την μητέρα της, για το οποίο όπως αναφέρει η εγγονή της δεν θέλησε η οικογένεια ποτέ να αναφερθεί. Ως πρόσφυγες πλέον, διαμένουν για ένα μικρό διάστημα, στην ασιατική Σπάρτη αλλά και στην Αττάλεια. Καταφεύγει εξ ανάγκης στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και βρίσκεται στον Πειραιά, όπου επανασυνδέεται με τον Κωστή Νικολαΐδη, για να χωρίσει σε λίγο οριστικά καθώς η ίδια δεν άντεχε το υποκριτικό του ευπρεπισμού & τους κανόνες του comme il faut (κομ ιλ φο).. Eκείνος όμως της θέτει τον όρο… «Αν θα φύγεις, θα πάρεις ένα από τα δύο παιδιά και δεν πρόκειται ποτέ να δεις το άλλο». (Στην πορεία όμως την έβλεπε κρυφά). Ο ίδιος φεύγει από την ζωή το 1932. Μεγάλη της αγάπη το θέατρο. Κρυφοκαιγόταν ο πόθος & η επιθυμία της γι αυτό. Πηγαίνει στην Μαρίκα Κοτοπούλη, αφού έχει χωρίσει με τον ηθοποιό Νίκο Αλεξίου,( εξαιτίας της ζήλιας του), αφού είχε ανακαλύψει μαζί του, την αγωνία, την απόγνωση, τα απρόοπτα, την ελπίδα, την εξέλιξη, την ένταση και την δράση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μαζί του όμως έμαθε και τα «μπουλούκια» τον τζόγο

και την υποκατηγορία του, την «σκληρή πόκα» «που ποτέ δεν έμαθε να παίζει καλά». Στην Κοτοπούλη γίνεται ευχάριστα αποδεκτή και ακολουθεί τον θίασο της. Εκεί και στο Εθνικό διαπρέπει. Η ασκούμενη βιοποριστική ενασχόληση της αρχικά ήταν ηθοποιός, δασκάλα και ποιήτρια. Ερωτεύεται παράφορα τον Γιώργο Ππαγιαννόπουλο (συνταξιούχο αστυφύλακα), ο οποίος αγαπούσε βαθιά την Ποίηση, την Λογοτεχνία και το διάβασμα, όπως ακριβώς και εκείνη. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου «ήταν σπάταλη και χωρίς καμία λογική, εκείνος ήταν οικονόμος, λογικός και νοικοκύρης». Τον παντρεύεται και πορεύονται μαζί μέχρι τον θάνατο του. Συγκλονιστική και ασυμβίβαστη προσωπικότητα συμβιώνει με τις αδυναμίες και τα πάθη της. Έντονη και ταραχώδης η ζωή της στιχουργεί με ζήλο, γράφοντας αριστουργήματα πίσω από λογαριασμούς, πακέτα τσιγάρων, φωτογραφίες και όπου στιγμιαία της προσφερόταν. Ακόμα κι όταν δεν είχε τρόπο ν ανάψει το τσιγάρο της, χρησιμοποιούσε το χαρτί που ελάχιστη ώρα πριν είχε γράψει στίχους, κι άναβε μ αυτό από την σόμπα. Το 1948 γράφει μανιωδώς και με αφοσίωση συνεργαζόμενη με σημαντικούς λαϊκούς συνθέτες της εποχής. Γοητεύει με την πολύτιμη γραφή της και προσδιορίζεται ως προεξέχουσα λαϊκή στιχουργός και ενώ διψούσε για καλλιτεχνική δικαίωση» το ανεκτίμητο της Αξίας της, γίνεται παραδεκτό μετά τον θάνατό της. Η φίλη της Μαρίκα Νίνου, είχε αντιληφθεί την δεξιότητα και την αμέριστη ικανότητα της στην ποίηση, ώστε να την παρακινήσει να γνωρίσει τον Βασίλη Τσιτσάνη προκειμένου να μελοποιήσει τους στίχους της. Εκείνος πραγματικά προκαλείται από το έντονο ενδιαφέρον που του προξενεί και μελοποιεί το φημισμένο ‘‘Στα σκαλοπάτια σου εγώ γυρίζω’‘. Είναι η παμμέγιστη επιτυχία του τραγουδιού, η οποία κινητοποιεί όλους τους σπουδαίους μας συνθέτες ν αναζητήσουν την ευμεγέθους λαϊκή μας στιχουργό.

Κυριαρχεί στιχουργικά το 1950, βάζοντας την υπογραφή της στους στίχους ανεπανάληπτων τραγουδιών, τα οποία μελοποιήθηκαν από σημαντικούς μας συνθέτες, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, Απόστολος Καλδάρας, Βασίλης Τσιτσάνης, Μανώλης Χιώτης, Σταύρος Ξαρχάκος, Αντώνης Ρεπάνης, Μπάμπης Μπακάλης, Αντώνης Κατινάρης κ.α.. «Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με βαραίνει ο πόνος. Για μένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος για να ξεφύγω από τούτο το θλιβερό περιβάλλον. Στην ηλικία μου, βλέπεις, ο άνθρωπος ζει με τις αναμνήσεις του. Και οι δικές μου είναι πολύ πικρές» Πολλοί την χρησιμοποίησαν ως μια πλουτοφόρα πηγή, εκμεταλλευόμενοι πολλές συγκυρίες όπως το πάθος της για την χαρτοπαιξία στην οποία είχε εθιστεί μετά το δυσβάσταχα εφιαλτικό γεγονός του θανάτου της κόρης της Μαίρης (1960) και για το οποίο σαφέστατα δαπανούσε όλο και περισσότερα χρήματα και το οποίο την οδήγησε στην φτώχεια. «Με εκμεταλλεύτηκαν εν γνώσει μου. Εγώ, η τρελή, τους παρακάλαγα να τα αγοράσουν». Αδιαφορούσε για τα πνευματικά δικαιώματα. »Και την Τράπεζα της Αγγλίας να είχα, εγώ θα τη χρεοκοπούσα» έλεγε. Πουλούσε τους στίχους της πλέον χωρίς τ όνομα της, ώστε να παίρνει άμεσα τα χρήματα που ήθελε. Τ όνομα της δεν αναγραφόταν στις κάρτες της ΑΕΠΙ και ούτε στους δίσκους. Για τον λόγο αυτό υπάρχουν και μερικές άγνωστες δημιουργίες, αφού λίγες είναι εκείνες οι οποίες είναι καταχωρημένες στο όνομά της. Είχε πουλήσει ακόμα και την επίσημη στολή παρελάσεως του συζύγου της, στην προσπάθεια της να πάρει χρήματα για να »παίξει» πόκα. Όμως αυτό αποκαλύφθηκε και για πρώτη φορά ο Γιώργος γίνεται έξαλλος και της λέει… «Αρκετά ως εδώ. Θα σ’ αφήσω μόνη να βολοδέρνεσαι με τα πάθη σου, να δω πού θα καταλήξεις. Δεν καταλαβαίνεις, βρε χριστιανή μου, ότι θα με βάλεις σε μεγάλους μπελάδες; Πού ακούστηκε αστυνομικός να πουλάει τη στολή του;» & εκείνη λίγο αργότερα, αφού την είχαν κρύψει στο πατάρι για ν αποφύγει τον τσακωμό, λέει στην Καίτη, που την παρατηρούσε για την αφόρητη κατάσταση που είχε δημιουργήσει…

«Πρώτον, η στολή ήταν στην ντουλάπα και την τρώγανε οι αράχνες, δεν την είχε φορέσει ποτέ… Α, βρε κουτό, ειλικρινά πίστεψες ότι θα έφευγε; Απλώς έπρεπε να φωνάξει για να εκτονωθεί… Εσύ δεν θα φώναζες άμα σου κάνανε κάτι τέτοιο;» Εκεί, η Καίτη σήκωσε τα χέρια ψηλά και δεν είπε τίποτα…». (Ρέα Μανέλη) Τα βράδια, όταν όλοι κοιμόνταν, εκείνη το »έσκαγε» από το σπίτι, χρησιμοποιώντας μια ξύλινη σκάλα την οποία στερέωνε στον τοίχο της αυλής του πλαϊνού σπιτιού. Είχε φτάσει στο σημείο που μιά βραδιά, ενώ δεν είχε καθόλου χρήματα, βρίσκεται έξω από το σπίτι της Ρένας Βλαχοπούλου και της φωνάζει «Ρένα, κατέβα να πληρώσεις το ταξί». Αναστατωμένη η ηθοποιός την ρωτάει: «Τι έγινε, Ευτυχία;» κι εκείνη απαντά: «’Ηρθα να μου δώσεις δανεικά»! «Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δε θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα» είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1961. Για τον ανυπόφορο πόνο του χαμού της κόρης της Μαίρης είχε γράψει τις μέγιστες επιτυχίες «Δυο πόρτες έχει η ζωή» και «Είμαι αητός χωρίς φτερά». Για τον αγαπημένο της σύζυγο είχε γράψει το «Αντιλαλούνε τα βουνά». Το λαϊκό τραγούδι «γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. Κι έτσι μόνο μας αναστατώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει», είχε δηλώσει σε συνέντευξη της το 1970. Αυστηρή κι άγρυπνη φρουρός μα και φύλακας άγγελος της εγγονής της Ρέας, κάθε βράδυ όταν εκείνη στην ηλικία των 14 χρόνων της(1956) έκανε ως χορεύτρια το ντεμπούτο της στο «Περοκέ» η γιαγιά της την περίμενε απέξω. Η πολυαγαπημένη της εγγονή Ρέα ήταν εκείνη που μέχρι το τέλος της ζωής της σε ηλικία 79 ετών (7 -11972), την φρόντιζε όταν εισήχθη στο νοσοκομείο, εξαντλημένη και εξουθενωμένη από την χειρότερη δοκιμασία της ζωής της τον

θάνατο της κόρης της Μαίρης – (η βαφτιστήρα του Γιώργου Παπαγιαννόπουλου, γνωστή ψυχολόγος, Χριστίνα Αντωνοπούλου, έχει μιλήσει γι αυτό)- και η οποία Ρέα δεν έφυγε στιγμή από κοντά της και αναφέρει πως η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου τότε κοιτούσε επίμονα την πόρτα περιμένοντας να την επισκεφθεί ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. ‘Ωσπου μια μέρα μελαγχολικα και λυπημένα λέει…»κουράστηκα να ζω, θέλω να πεθάνω» και συνεχίζει μονολογώντας » και καλά, άντε πέθανα και πήγα στον παράδεισο κι έγινα αγγελάκι, κι άρχισα να πετώ από το ένα συννεφάκι στο άλλο… Απαπαπα, τι ανία, καλύτερα να ζήσω”…. Ο Πέτρος Ζούλιας Το 2007 με βάση το βιβλίο της Ρέας Μανέλη έγραψε και σκηνοθέτησε τον θεατρικό μονόλογο με την Νένα Μεντή στην συγκλονιστική ερμηνεία επί σκηνής «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» ο οποίος «παιζόταν» για περίπου 7 χρόνια. Ο Άγγελος Φραντζής (σκηνοθέτης) γυρίζει το 2019 την πολυτάραχη ζωή της σε ταινία που τιτλοφορείται ‘‘Ευτυχία» με πρωταγωνίστριες τις εξαίρετες ηθοποιούς Κάτια Γκουλιώνη και Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, οι οποίες υποδύονται την «ογκώδη» μας στιχουργό σε διαφορετικές περιόδους του ηχηρού βίου της. Τ΄ όνομα της ΕΥΤΥΧΙΑ που μια έννοια της είναι και το μοίρασμα. Η Ευτυχία της διαφοράς και της φωτεινής αντίθεσης. Η Ευτυχία με την προσωπική δύναμη και την ασύλληπτη ιδιοσυγκρασία. Εκείνη που γνώριζε καλά, τις πίκρες, τους καημούς και τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Εκείνη που συναισθανόταν τα βάσανα, τις αγωνίες ,τα πάθη, την ελπίδα των λαϊκών ανθρώπων που υφαίνονται σε σκληρές συνθήκες ζωής και όχι μόνο. Η Ευτυχία, με την οξύνοια του πνεύματος, της οποίας ο τρόπος ζωής, ήταν το κοντράστ της σημασίας του ονόματος της. ‘Ηταν όμως ; Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ήταν η Ευλογία για Όλους Εμάς, αφού μας χάρισε ένα Μουσικοποιητικό Σύμπαν που ταξιδεύεται διαχρονικά. Υπήρξε λοιπόν η «Ευτυχία» του λαού μας.

Λευτέρης Παπαδόπουλος ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΨΕΜΑ Αφήγημα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2002 (364 σελίδες) «ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ ΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ. Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ είχε μεγάλο ταλέντο. Και δεν χρειάζεται να το πω εγώ. Το λένε πρωτίστως τα τραγούδια της, που, μισόν αιώνα από τότε που γράφτηκαν, εξακολουθούν να τραγουδιούνται και να συγκινούν. Και δεν μπορώ να μην αναφερθώ εδώ στον Γκάτσο και στον Χατζιδάκι, οι οποίοι, όποτε μιλούσαμε για τους στίχους στο ελληνικό τραγούδι, τόνιζαν κατηγορηματικά: «Η μεγαλύτερη στιχουργός στο λαϊκό τραγούδι είναι η Παπαγιαννοπούλου!». Η Παπαγιαννοπούλου προσέρχεται στο χώρο γερά εξοπλισμένη. Ξέρει πολύ καλά τη γλώσσα. Και κουβαλά μαζί της εκατοντάδες λέξεις που προέρχονται από τη Μικρασία και τις χρησιμοποιεί, όποτε χρειάζεται. Η έκφραση «για τα σένα», αντί «για εσένα», π.χ., είναι δική της. Και νομίζω ότι είναι υπέροχη, όταν έχουμε να κάνουμε με λαϊκά τραγούδια. Ακόμα, η Ευτυχία έχει μελετήσει τη δημοτική μας ποίηση, αλλά και ορισμένους ποιητές που τη συγκινούν (Κρυστάλλης, Καββαδίας, Βάρναλης κ.λπ.) και πατάει γερά στο δεκαπεντασύλλαβο. Και όχι μόνο έχει μελετήσει, αλλά και έχει χωνέψει, έχει λειώσει μέσα της αυτή την ποίηση. Το δηλώνει και η ίδια με κάθε ευκαιρία: «…Έγραφα από πολύ μικρή, από το σχολείο ακόμα, κορίτσι. Αγαπούσα το δημοτικό τραγούδι και λάτρευα τον Κρυστάλλη. […] Το δημοτικό τραγούδι είναι το στοιχείο μας, από κει κινήσαμε. Φέρνει τον αντίλαλο μιας εθνικής πραγματικότητας. […] Το λαϊκό τραγούδι είναι ρωμαλέο. Είναι λειτουργία μέσα στη ζωή. Ένας δυνατός αρμός που μας ενώνει με τα περασμένα, με την πλούσια παράδοσή μας σε λαϊκή τέχνη, λαϊκή μουσική. Είμαστε λαός ποιητής, τραγουδιστής, χορευτής. […] Βλέπετε τον Έλληνα και μερακλώνεται και σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο…» (Συνέντευξη στη Μάρω Παπαδημητρίου). Ποιος δεν έχει τραγουδήσει & Θαυμάσει την δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιεί, απαλλαγμένη από κοινωνιόλεκτα & άλλα γλωσσικά »εξυπνακίστικα» που χρησιμοποιείται υπό ορισμένες συνθήκες επικοινωνίας.

«Τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλους τους συγχωρνάω» «Στο τραπέζι που τα πίνω, λείπει το ποτήρι σου» «Ποιος θα μού δώσει δύναμη, τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω» «Μα κανένας δε μου φταίει, για το χάλι μου» «Πάρ’ την καρδιά μου που την τρώει το σαράκι» «Ποια μοίρα σε ζηλεύει, ποιο μάτι φθονερό» «Όνειρο απατηλό» «‘Ένα χέρι λατρεμένο» «Η φαντασία μου που χρόνια με γελούσε πως θα μ’ ανοίξει την καρδιά μου την κλειστή».

ΜΑΡΘΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ Ένα από τα λαμπερά «αστέρια» της χρυσής εποχής του Ελληνικού κινηματογράφου, το «κορίτσι για φίλημα» γεννήθηκε στις 6/11/1939 στον Πειραιά. Η ακτινοβολούσα φως, Μάρθα Καραγιάννη με το αστείρευτο ταλέντο υπήρξε από τις λαοφιλέστερες ηθοποιούς της τηλεόρασης, του θεάτρου και του κινηματογράφου. Την δεκαετία του 1960 ήταν από τις πολυπόθητες γυναίκες, στον ανδρικό πληθυσμό. Μια πραγματικά πολυαγαπημένη διασημότητα, η οποία γοήτευε με τον αυθορμητισμό της, την απλότητα της, την πληθωρικότητα της & το ελκυστικό στυλ της. Ο πατέρας της Χαρίλαος Καραγγιάννης από το Αικατερινεντάρ με ρίζες πλούσιας οικογένειας της Ρωσίας, (στην διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης έχασε την περιουσία της) και η μητέρα της Δόμνα Τσιρίδου από το Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, ήταν Πόντιοι πρόσφυγες, οι οποίοι ερωτεύτηκαν σε Ποντιακή σχολή χορού στην Δραπετσώνα & παντρεύτηκαν. Λάτρεψε τον χορό κι η ίδια! Μικρό κοριτσάκι η Μάρθα Καραγιάννη, ξεκινά μαθήματα χορού στη σχολή Μοριανόφ και μαζί με την Ελένη Προκοπίου (ηθοποιός -χορεύτρια και χορογράφος) και το μπαλέτο της Λουκίας Σακελλαρίου – Κωτσοπούλου, δίνουν παραστάσεις στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Σε ηλικία 16 ετών κάνει το ντεμπούτο της, στον κινηματογράφο, στην δραματική ταινία «Η Άγνωστος» της Φίνος Φιλμ σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου, στον οποίο την σύστησε ο καθηγητής της στο γυμνάσιο και την Δραματική Σχολή, Θάνος Τράγκας, αξιολογώντας το

ταλέντο της. Η ταινία ήταν της πασίγνωστης Ελληνικής Εταιρείας Παραγωγής Ταινιών Φίνος Φιλμς. Στην ταινία αυτή, έπαιξε πλάι σε πολύ σπουδαίους ηθοποιούς όπως τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, Αλέκο Αλεξανδράκη( τον λάτρευε), Κυβέλη, Ελένη Ζαφειρίου, Γιώργο Παππά. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης ήταν το κινηματογραφικό της είδωλο, από τα μαθητικά της χρόνια. Δεν έλλειπε από καμιά παράσταση του & κάθε φορά έραβε καινούρια φορέματα, ειδικά για τις πρεμιέρες του. Το 1957 κάνει την παρθενική της εμφάνιση στο θέατρο, στην επιθεώρηση «Ελέφαντες και Ψύλλοι» όπου γνωρίζεται με τον Γιάννη Δαλιανίδη. Αρχίζει να δημιουργεί τον προσωπικό της κινηματογραφικό θρύλο, αφού η διαδρομή της, είναι αναπόσπαστη των θρυλικών μιούζικαλ και της κωμωδίας του Γιάννη Δαλιανίδη (με πρώτη ταινία το «Ζητείται ψεύτης») και της Φίνος Φιλμς (19 ταινίες). Οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη, με σημαντικότατες συνεργασίες στο θέατρο και απογειώνοντας τα μιούζικαλ με την σαγηνευτική παρουσία της και το μεσογειακό της ταπεραμέντο. Φίνος Φίλμς και Δαλιανίδης παρουσιάζουν το πρώτο ελληνικό μιούζικαλ «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο», το οποίο η Καραγιάννη σημειώνει αμίμητη επιτυχία με την χυμώδη Μάρθα Καραγιάννη να υποδύεται την αρραβωνιαστικιά του Ντίνου Ηλιόπουλου. Ασχολήθηκε κυρίως με το θέατρο τις δεκαετίες 1960 και 1970 (μιούζικαλ και κωμωδίες), ενώ αργότερα στρέφεται στην πρόζα – (Ζητείται Ψεύτης, Μερικοί Το Προτιμούν Κρύο, Κάτι Να Καίει, Κορίτσια Για Φίλημα, Ραντεβού Στον Αέρα, Ο Ξυπόλητος Πρίγκηψ, Οι Θαλασσιές Οι Χάντρες, Νύχτα Γάμου, Μια Κυρία Στα Μπουζούκια, Γοργόνες Και Μάγκες, Η Ωραία Του Κουρέα, Το Ανθρωπάκι)- υπήρξαν κάποιες από τις ταινίες που άσησαν εποχή τόσο στην καριέρα της, όσο και στην πορεία της Φίνος Φιλμς. Το 1969, δεν δίστασε να τσαλακώσει την εικόνα της για τις ανάγκες ενός δραματικού ρόλου, του μοναδικού στην κινηματογραφικής της καριέρα. Ο Νίκος Φώσκολος την έπεισε να πρωταγωνιστήσει στην ταινία του «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα», πλάι στη Νόρα Βαλσάμη, τη

Μάρθα Βούρτση, τον Κώστα Καζάκο και τον Άγγελο Αντωνόπουλο. Η επόμενη ταινία της «Το ανθρωπάκι» σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, που εμφανίστηκε το1969, ήταν μια σάτιρα των ταινιών μελό, που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή στον ελληνικό κινηματογράφο. Υποδύεται ένα λαϊκό κορίτσι που θέλει να γίνει σταρ του σινεμά, ένας κωμικός ρόλος με δραματικά στοιχεία. Η ίδια αγάπησε πολύ αυτήν της την ταινία. Το 1977 πρωτοεμφανίζεται στην μικρή οθόνη με την κωμική σειρά του Κώστα Πρετεντέρη «Ο Δρόμος» στην ΥΕΝΕΔ. Ακολουθούν οι δημοφιλείς σειρές «Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του» (1985, ΕΡΤ2) και «Οι Μικρομεσαίοι» του Γιάννη Δαλιανίδη (1992, MEGA). Την δεκαετία του 1980 πήρε μέρος στο κλασικό αμερικανικό μιούζικαλ «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθιές», με την Ζωή Λάσκαρη, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Την δεκαετία του 1990 ξεχωρίζει για τις ερμηνείες της σε σπουδαία έργα πρόζας, όπως τα «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Λουίτζι Πιραντέλο (1992-1993), «Όταν οι γυναίκες το γλεντούν» του Κάρλο Γκολντόνι (1998) και «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» του Τζόζεφ Κέσελρινγκ (1999-2000). Ανατρεπτική και η προσωπική της ζωή. Η Μάρθα Καραγιάννη, εκείνη που της πήγαινε το μπικίνι όσο σε καμιά άλλη και ξεχώριζε για τον αισθησιασμό της, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον διεθνή ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Μίμη Στεφανάκο. «Ήταν ένας κούκλος ο άντρας μου. Ήμασταν πολύ όμορφο ζευγάρι, αλλά δυστυχώς χωρίσαμε γρήγορα. Ο γάμος μας κράτησε μόνο είκοσι δύο μήνες. Δεν ήταν εύκολο να ζήσουμε μαζί. Στη ζωή μας ήμασταν πολύ προσγειωμένοι, δεν νιώθαμε σταρ. Αλλά συμβαίνουν διάφορα πράγματα σε μία σχέση που δεν μπορείς να τα προβλέψεις και αλλάζει η ζωή σου. Τότε είχα μείνει έγκυος. Δυστυχώς έχασα το παιδί και αυτή ήταν η αιτία που χωρίσαμε. Μετά πάγωσε η σχέση και ο γάμος μας. Απομακρυνθήκαμε ο ένας από τον άλλον. Αυτή η απώλεια με επηρέασε πολύ. Μπορώ να πω ότι μου στιγμάτισε τη ζωή. Ήταν μια πολύ άσχημη εμπειρία. Είναι πολύ δύσκολο, όταν σου συμβεί σε τόσο

μικρή ηλικία να χάνεις το παιδί σου, να καταφέρεις μετά να ξαναβρείς την ισορροπία σου» είχε πει σε συνέντευξή της. Δεν θέλησε να προσπαθήσει ξανά να γίνει μητέρα, από φόβο λόγω αυτής της οδυνηρής εμπειρίας. «Σχέση ζωής» όπως η ίδια την είχε χαρακτηρίσει, ήταν με τον τερματοφύλακα του Παναθηναικού Βασίλη Κωνσταντίνου. Έγραψε την αυτοβιογραφία της το 2001 «Ο έρωτας μωρό μου είναι γλέντι» ενώ περισσότερα βιογραφικά στοιχεία περιλαμβάνονται στην δεύτερη αυτοβιογραφία της το 2009 «Μάρθα Καραγιάννη, κορίτσι για μιούζικαλ» την οποία έγραψε ο Μάκης Δελαπόρτας. «Είναι αναξιοπρεπές να ερωτεύεται κάποιος από μια ηλικία και μετά. Αυτό το πράγμα δεν περνάει απ’ το μυαλό μου εδώ και 25 χρόνια. Είναι κύκλος και κλείνει. Όλα τα άλλα είναι παλιμπαιδισμοί. Τα ρουμπινέτα κλείνουν και άμα είσαι ξύπνιος το αντιλαμβάνεσαι και λες δεν με παίρνει. Ερωτεύτηκα όταν έπρεπε, αγάπησα και με αγάπησαν, έκανα τρέλες, γέλασα, έκλαψα, γλέντησα… Γιατί να ξέρεις, ο έρωτας, μωρό μου, είναι γλέντι. Φτάνει να το γλεντάς στη σωστή ηλικία» είχε πει σε συνέντευξη της. «Στη ζωή μου και με έδιωξαν και έδιωξα. Θέλω να πω, ότι δεν είναι κάτι που το μετράς. Είναι αρχαίες ιστορίες αυτές… Ο άντρας είναι ένα μεγάλο παιδί. Με τα καλά του και με τα κακά του. Δεν έχω παράπονο από τους άντρες της ζωής μου. Οι περισσότεροι είναι φίλοι μου. Ήταν καλοί άνθρωποι. Δεν θα μπορούσα να κάνω παρέα μετά μαζί τους αφού χωρίσαμε, αν δεν ήταν». Η επιφανής μας ηθοποιός, η μελαχρινή γόησσα, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών, στις 18/9/2022 έχοντας προβλήματα υγείας, ενώ δίπλα της μέχρι το τέλος ήταν η αδελφική της φίλη και συγκάτοικος για πολλά χρόνια Ντόρα Ντούμα, η οποία ενημέρωσε και τον στενό της φίλο Δημήτριο Σούρα. Η τελευταία της επιθυμία (την οποία είχε γράψει σ΄ένα χαρτί) ήταν να αποτεφρωθεί, όμως το χειρόγραφο, χωρίς την υπογραφή συγγενούς δεν έγινε αποδεκτό από τον νόμο.

«Θα κάνω την επιθυμία της Μάρθας! Δεν ξέρω τι θα κάνω, θα πάω στη Βουλή. Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορώ να μην κάνω την τελευταία επιθυμία της Μάρθας» δήλωσε σε εκπομπή η αγαπημένη της φίλη Ντόρα Δούμα. Όμως ο στενός της φίλος ο ψυχίατρος Δημήτριος Σούρας, κατάφερε με τις ενέργειες του να ξεπεραστεί το γραφειοκρατικό κώλυμα με την αποτέφρωση καθώς σύμφωνα με τον πρόεδρο του αποτεφρωτηρίου Ριτσώνας, Αντώνη Αλακιώτη, η ανιψιά της ηθοποιού θα υπογράψει το σχετικό χαρτί και η διαδικασία θα προχωρήσει κανονικά. Ως εκ τούτου λοιπόν ο Δημήτριος Σούρας, αναφέρει σε ανάρτηση του στο facebook… «Μάρθα μου , ψυχή μου . Τα καταφέραμε! Την Πέμπτη στις 12,00 στο Α νεκροταφείο θα είμαστε μαζί για τελευταία φορά . Μετά θα γίνει αυτό που επιθυμούσες. Θα σε συνοδεύσουν η Ντόρα και η Ελένη και εγώ θα σε ξανακρατήσω στα χέρια μου περιμένοντας να σου δώσω την τελευταία αγκαλιά . Ψυχή μου…» Λόγια της Μάρθας Καραγιάννη, που έχει πει… «τα κακά πράγματα στην ζωή τα έχω θάψει κι ούτε καν τα θυμάμαι» «Ξέρεις, πάντα, από 17 χρονών τους καρατερίστικους ρόλους κιαλάριζα». Γυναίκα, 1983, Άννυ Χέρρα-Ζυμαράκη. «Χρόνια τώρα περιμένω πώς και πώς να μεγαλώσω, να πάψω να ‘μαι όμορφη, να έρθει η στιγμή να κάνω άλλα πράγματα». Ταχυδρόμος, 1983, Άρης Δαβαράκης. «Ο χορός ήταν πάντα μέσα μου, στο αίμα μου! Το μουσικό θέατρο με τράβηξε σαν μαγνήτης». Εικόνες, 1986, Πέπη Κεφαλά. «Και στα πράγματα που έκανα επιτυχία, είναι γιατί κάποιοι άλλοι με σπρώξανε και βρέθηκα μπροστά. Μόνη μου δεν θα τολμούσα. Θέλω πάντα να έχω συμμαχία». Απογευματινή, 1986, Εύα Μπίθα. «Πιστεύω ότι όταν ένας δεν έχει χιούμορ, δεν αποδέχεται την πραγματικότητα». Τραστ, 1987, Γ.Αποστολίδης. «Το να βγάζει γέλιο ένας ηθοποιός είναι προσωπική υπόθεση, δεν μαθαίνεται. Ή το έχεις ή όχι». Ραδιοτηλεόραση, 1992, Αρετή Μπέσκα.

«Η TV είναι σαν την ερωμένη. Όλοι τη βρίζουν και όλοι τη θέλουν». Σταρ, 1994, Ανδρέας Γερακάκης. «Ξεκίνησα με ρόλους ωραίας – γιατί να το κρύψουμε άλλωστε. Μετά άρχισαν οι ονειρεμένοι μπουφόνικοι ρόλοι, έλεγα κουταμάρες, κουταμάρες, κουταμάρες, έβαζα ένα μπικίνι, χόρευα και καθάριζα». Αδέσμευτος, 1995, Γ.Ε.Β. «Θα μπορούσα να παίζω και στο σπίτι μου, αλλά είμαστε εγωιστικά πλάσματα οι θεατρίνοι. Θέλουμε και το κοινό…γιατί έχεις ανάγκη από την αποδοχή». Λοιπόν, 1996, Χρήστος Σιάφκας». «Μόλις κάναμε χορευτικό, εκεί ήταν οι γκρίνιες, γιατί με πίεζε. Επειδή ήξερε ότι έχω δυνατότητες με πίεζε να κάνω πράγματα που θέλανε κούραση….Κι ο Γιάννης (ο Δαλιανίδης) έλεγε…’Ας την να κλάψει για να έχει επιτυχία η ταινία’…». «Δεν θεωρώ κανένα δραματικό ηθοποιό καλύτερο από κωμικό. Οι μεγαλύτεροι ηθοποιοί είναι οι κωμικοί. Εγώ εκτιμώ έναν ηθοποιό για το πώς παίζει, όχι για το τι παίζει». Αδέσμευτος Τύπος, 1999, Σόνια Μαγγίνα. Η Finos Film αποχαιρέτησε την Μάρθα Καραγιάννη, μ΄ ένα βίντεο στο Twitter από στιγμές της λαμπρής πορεία της, γράφοντας : «Η Μάρθα. Το κορίτσι μας. Πέρασε για πρώτη φορά την πόρτα της Φίνος Φιλμ όταν ήταν ακόμα κοριτσάκι, 16 ετών, με τον πρώτο της ρόλο στην ταινία «Η Άγνωστος» (1956) δίπλα στη μεγάλη Κυβέλη. Έμεινε πλάι στον Φίνο για δεκαέξι ακόμα χρόνια και γύρισε μαζί του 19 ταινίες, σημαδεύοντας με την αφοπλιστική της παρουσία τις μεγαλύτερες επιτυχίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Έβαλε ρυθμό και σκέρτσο στην κωμωδία, εκτίναξε την λάμψη των μιούζικαλ και επιβεβαιώθηκε υποκριτικά μέσα από δύσκολους δραματικούς ρόλους. Ήταν δραστήρια, δυναμική και καπάτσα, γυρίζοντας την πλάτη στο σταριλίκι και τις επιφανειακές σχέσεις. Αυθεντική, πληθωρική και ασύλληπτα γοητευτική, κατάφερε να έχει μόνο θαυμαστές καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας αλλά και της ζωής της. Μοιάζει ακατόρθωτο, αλλά αυτή ήταν η Μάρθα. Μια γυναίκασταθμός για εμάς και για τόσους άλλους. Αντίο γοργόνα μας».

ΘΕΜΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ Βεβαίως κι είναι «Είναι πολύ Ωραίος» ο Άνθρωπος του οποίου το καλό χιούμορ είναι ανεξάντλητο. Είναι πολύ Ωραίος, ο απεριόριστος περφόρμερ – τραγουδοποιός – τραγουδιστής Θέμης Ανδρεάδης του οποίου η Ευαισθησία, είναι συνυφασμένη με την καλλιέργεια, την επάρκεια, την επιδεξιότητα και την εκλέπτυνση. Είναι η κομψότητα της Αξιοπρέπειας που του προσδίδει η εγκυρότητα, του προσωπικού του ψυχισμού. Ένας Άνθρωπος αυθεντικά Ανθρώπινος, που μας χαρίζει χρόνια τώρα απλόχερα, με συνετό και αυθόρμητο τρόπο, – από καρδιάς-, γέλια και χαμόγελα, με διαδρομή πολλών χιλιομέτρων στο καλλιτεχνικό »γίγνεσθαι». Ο Αγαπημένος μας Θέμης Ανδρεάδης, γεννήθηκε την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1950 (31/12/1949) & μεγάλωσε στην Καλλιθέα, έως τα 19 του χρόνια. Ο πατέρας του ο Ανδρέας,(πρόσφυγας από το 1936) ήταν από το Σοχούμ της Κριμαίας κι η μητέρα του από ένα χωριουδάκι της Καβάλας, τα Δωμάτια κι ήταν Καλλιτεχνική φύση αφού είχε υπέροχη φωνή και τραγουδούσε πολύ ωραία, χάρισμα το οποίο κληρονόμησε ο ίδιος. Στις κυριακάτικες εκδρομές που πήγαινε με τους γονείς του, έπαιρνε το μικρόφωνο του εισπράκτορα των γραφικών πούλμαν που είθισται να πηγαίνουν εκείνα τα χρόνια Όλοι μαζί μια παρέα και ψυχαγωγούσε όλο το κόσμο τραγουδώντας τους. Ήταν πολύ καλός ψάλτης στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Καλλιθέας. Η γιαγιά του και οι υπόλοιπες προχωρημένες κυρίες ήταν ένθερμες θαυμάστριες του & τον προέτρεπαν να γίνει παπάς, Τα παιδικά του

χρόνια ήταν μεν φτωχικά, όμως πλούσια σε συναισθήματα και ηθικοπνευματικές αξίες. Οι προσλαμβάνουσες, εικόνες βιώματα συμπεριφορές και η ζεστασιά των συναισθημάτων από το οικογενειακό του περιβάλλον, διαμόρφωσαν την ατομική και κοινωνική συνείδηση του. ‘Αλλωστε η γλώσσα της καρδιάς, μας οδηγεί στο κέντρο μας πυροδοτώντας την συνειδητότητα με άριστο τρόπο. Σε ηλικία 15 χρόνων, μαθητεύει στην κλασική κιθάρα, στον πολυσήμαντο μας Δάσκαλο -Συνθέτη- Κιθαριστή- Ραδιοφωνικό παραγωγό Νότη Μαυρουδή του οποίου ήταν και ο πρώτος του μαθητής. Ο Εμπνευστής του, Νότης Μαυρουδής υπήρξε κομβικό σημείο στην ζωή του και στην κατοπινή διαδρομή του στο τραγούδι. Του γνώρισε τις ξακουστές μπουάτ του Νέου Κύματος, στις οποίες ξεκινά να τραγουδά από το 1966 έως το 1971 και να μελοποιεί ποιήματα από τις «Ανθολογίες» αλλά και σε στίχους δικούς του και φίλων του. Εκτός από τα δικά του ερμήνευσε & τραγούδια επιφανών συνθετών. Το 1971 ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες Συνθέτες μας ο Γιάννης Μαρκόπουλος τον ξεχωρίζει και αποφασίζει, να τραγουδά με τον αλησμόνητο Νίκο Ξυλούρη, για δύο χρόνια στη ιστορική μπουάτ «Λήδρα» στην Πλάκα, ενώ λαμβάνει μέρος παράλληλα σε πολλές εκδηλώσεις και συναυλίες του Μεγάλου μας Συνθέτη. Στην δισκογραφία παρουσιάζεται το 1972 ερμηνεύοντας τα πρώτα τραγούδια του σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου όπως «Του άντρα του πολλά βαρύ», ο «Ταρζάν», «Οχι δεν πρέπει» σε στίχους του ποιητή Γιώργου Χρονά και «Πού πάτε λοιπόν» σε στίχους του θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Σκούρτη. «Ενώ ήθελα από μικρός να γίνω τραγουδιστής, οι συγκυρίες δεν ήταν θετικές. Ξεκίνησα από πολύ μικρός. Δημόσια πρωτοτραγούδησα στα ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη, το 1965, στο ραδιόφωνο, τα χαρούμενα ταλέντα, ‘‘μαζί μας κόσμε γλέντα’’ και τέτοια. Με πήγε η αδελφή μου, γιατί βαρέθηκε να με ακούει να τη ζαλίζω και με πήγε να βρω μια διέξοδο. Εκεί είχα θετική ανταπόκριση, ενώ ήταν εκπομπή

φτιαγμένη για να ψαρεύει ψάρια, δηλαδή ατάλαντους… Πήγαιναν και πολλά νούμερα, παρατράγουδα. Εγώ ως μαθητής του Νότη Μαυρουδή έπαιζα πολύ καλή κιθάρα και τους είπα ένα δικό μου τραγούδι σε ποίηση του Γεράσιμου Μαρκορά… Όταν μου έβαλε echo, βάθος, κατάλαβα πως του άρεσα. Ο Μίμης Πλέσσας στο πιάνο με ακομπανιάριζε και πήρα πολλά θετικά σχόλια. Με φώναζε κάθε Κυριακή να τραγουδώ. Ο Οικονομίδης είχε πολύ ενδιαφέρον, υπερβολικά εξωστρεφής βέβαια. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από αυτόν, μόνο πως με είχε φωνάξει να κάνω μαθήματα κλασικής κιθάρας στα παιδιά του. Άρεσα. Ήτανε μια ευτυχής συγκυρία», είχε πει σε συνέντευξη του. Το 1973 είναι η χρονιά που προμηνύει ένα σημαντικό γεγονός. Γιάννη Λογοθέτη ( στιχουργός και γελοιογράφος ) γνωστό τοις πάσι και ως ΛοΓο και σε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Κιουρκτσόγλου δημιουργούν ένα καινοτόμο είδος τραγουδιού που έμελλε να έχει εκπληκτική επιτυχία και να καταγραφεί ως Σατιρικό Τραγούδι. ( Προσωπικά θεωρώ πως είναι χιουμοριστικό -εφυές – διασκεδαστικό τραγούδι, καθότι διακωμωδούσε καταστάσεις και συμπεριφορές, εξέφραζε το κοινωνικοπολιτικό σύστημα χωρίς να παραβιάζει τα όρια της ουσίας του λόγου σε αντίθεση με την «σάτιρα» η οποία πολλές φορές, γίνεται ανυπόληπτη και χειριστική). Αντίθετα αυτά τα τραγούδια μας αναζωογονούσαν, μας χάριζαν ευφορία και άφθονο γέλιο, ως προϊόν της ευχαρίστησης μας. Όλοι γνωρίζουμε τα οφέλη του χιούμορ και της ακαταμάχητης ύπαρξης του. Είναι η εποχή που το είδος αυτό του τραγουδιού γράφει την δική του «χρυσή εποχή» αφού με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ανατέλλει η ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση. Οι καλλιτέχνες δεν έχαναν την ευκαιρία να σατιρίσουν με στίχους όλα όσα υπέμεινε ο λαός. Έτσι τη δεκαετία που ακολούθησε, (1974 – 1984) κυκλοφόρησαν αρκετά σατιρικά τραγούδια, όλα με πολύ χιούμορ και πανέξυπνους στίχους. Ωστόσο, η λογοκρισία συνέχιζε να παραμονεύει και οι συνθέτες έπρεπε να “καλύπτουν” ονόματα και καταστάσεις, για αυτό

και πολλά από εκείνα τα τραγούδια, μοιάζει να μην βγάζουν ιδιαίτερο νόημα. Ένα από τα διαμαντάκια εκείνης της περιόδου, ήταν του Θεμη Ανδρεάδη Τα επόμενα χρόνια συνοδεύονται από μια μεγάλη δισκογραφία με θαυμαστές επιτυχίες είτε με τον ΛοΓο είτε με άλλους συνθέτες είτε γράφοντας ο ίδιος τις μουσικές του. Από το 1980 στρέφεται σε ανεξάρτητες παραγωγές γράφοντας ο ίδιος τις μουσικές και συνεργάζεται με τον Ποιητή στιχουργό & πεζογράφο Μάνο Ελευθερίου, τον Λάζαρο Μπίκα, καιτον Γιάννη Ευθυμιάδη. Το 1986 είναι η τελευταία δισκογραφική του δουλειά & επανέρχεται το 2012 με τον δίσκο – παραγωγής δικής του – «Το Σώμα Ξέρει» με έναν ολοκληρωμένο κύκλο τραγουδιών. Ο πολυδιάστατος και Αριστοτέχνης Καλλιτέχνης μας, αγκαλιάστηκε από τον Νότη Μαυρουδή, ο οποίος χαρακτηριστικά έχει αναφέρει ……* «Η σχέση μου με τον Θέμη είναι μακρόχρονη. Εάν κάνω ένα πισωγύρισμα του χρόνου θα πάω στις παλιές γειτονιές της Καλλιθέας και στις μυρωδιές του βρεγμένου χωμάτινου δρόμου, τότε που δεν είχαν σκεπαστεί τα πάντα από άσφαλτο δηλαδή πριν παραδοθούν οι πόλεις και οι συνοικίες στην αυτοκινητουστερία…Εποχές απόλυτης νεότητας, όταν ένα αγοράκι από την ίδια γειτονιά μου ζήτησε να του διδάξω κλασσική κιθάρα. Ο Θέμης το ίδιο «βαρεμένος» με μένα, με ένα όργανο (κιθάρα) που μας γοήτευε, δίχως να ξέρουμε ακριβώς το γιατί και αυτό ήταν η δύναμη του ανεξιχνίαστου…Τόλμησα! Τόλμησα να διαλέξω το πρώτο μου…πειραματόζωο ! Δίχως διδασκαλική εμπειρία εγώ βρήκα ένα ταλαντούχο παιδί από τις προσφυγικές γειτονιές. Θυμάμαι πως είχε έφεση και ταλέντο. Ο Θέμης ήταν ένα ανοιχτό παράθυρο για να μάθει τον περίεργο κόσμο των κλασσικών τεχνοτροπιών, καθώς και τις κρυφές-υποβόσκουσες φιλοσοφίες συνθετών από την Αναγέννηση και τις δαιδαλώδεις κοσμοθεωρίες του Μπαρόκ ! Πράγματα πέρα για πέρα έξω από την απληροφόρητη εποχή του ́60.Ήταν η εποχή των μπουάτ και πρυτάνευε ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης. Θυμάμαι πως το 1965 χαθήκαμε με τον Θέμη όταν

εγώ πήγα φαντάρος. Χαθήκαμε γιατί η χούντα του ́67 κατάφερε να εξοντώσει ανθρώπους, παρέες, όνειρα και προοπτικές. Τέλος του 6 ́ 8 έφυγα για Ιταλία. Ο Θέμης, ταλαντούχος του μουσικού κώδικα, κατάφερε να ασχοληθεί με ένα είδος σαρκαστικού κώδικα δημιουργώντας ευρύτατο κοινό. Μάθαινα από την Ιταλία για τις επιτυχίες του αλλά χαθήκαμε για πολλά χρόνια. Έμενε όμως μια αγαπησιάρικη μνήμη μεταξύ μας. Κάποια στιγμή, ζώντας και πάλι στην Ελλάδα, παρατήρησα πώς ο Θέμης απέχει από τα μουσικά δρώμενα, παίρνοντας απόφαση να προστατεύσει την προσωπικότητά του από τη πολύβουη αγορά του κόσμου. Τον συναντούσα σπανιότατα και πάντα μιλούσε με αγάπη για μένα μέσα από εφημερίδες και ραδιόφωνα. Πάντα καταλάβαινα τον καταπιεσμένο έρωτά του για την τραγουδιστική δημιουργία. Έφτιαχνε πάντα τραγούδια και τα έκλεινε στο συρτάρι του. Διέκρινα την ανάγκη του υπάρχει ως δημιουργός. Δεν ήθελε τον ρόλο του μοναχικού ταξιδευτή μακριά από την «πατρίδα του» που ήταν η μπαλάντα. Ήμουν ένας τους εμψυχωτές να μπει ξανά στο στούντιο και να γράψει τα καινούργια του πονήματα. Μου αρέσει που το επίκεντρο των τραγουδιών του είναι η μελαγχολική ανθρωποκεντρική πλευρά. Τον θεωρώ συνεχιστή του κορμού του 6 ́ 0, προσαρμοσμένου ασφαλώς στην ακατανόητη δεύτερη δεκαετία του 2000…Θέλησα να μοιραστώ μαζί του τη αγωνία της παραγωγής του δίσκου του. Διάλεξα μία ξεχωριστή μελωδία του, που θα ήθελα να ήταν δική μου. Την προσάρμοσα στη κιθάρα (παίζοντας και δεύτερη κιθάρα) προσπαθώντας να εισχωρήσω και πάλι εντός του. Να εισχωρήσω στο μελαγχολικό βλέμμα ενός τροβαδούρου που θέλει να μοιραστεί με τους άλλους την ανάγκη της μουσικής επικοινωνίας και της φυγής προς τα μπρος. Ελπίζω και είμαι σίγουρος πως το ταξίδι του αυτό δεν θα είναι το τελευταίο. Θα συνεχίσει να φτιάχνει διεισδυτικά τραγούδια που πάντα θα μας ξαφνιάζουν ευχάριστα, με αυτό το αεράκι της προσωπικής τέχνης που διαθέτει… Νότης Μαυρουδής.

Προσωπικά συμφωνώ απόλυτα με τον Νότη Μαυρουδή. Τα «διαμάντια » του Θέμη Ανδρεάδη, εκτός των άλλων είναι οι λυπημένες του μπαλάντες, οι οποίες εκφράζουν τον ποιητικό χαρακτήρα ενός πολυδιάστατου καλλιτέχνη που με την μελαγχολική ματιά μοιράζεται την σοφία του και το καταστάλαγμα μιας υψηλής ευαισθησίας. Στο Μουσικό στερέωμα εισήγαγε τον δικό του προσωπικό τρόπο, το δικό του μνημειακό στύλ, με τον τόνο της φωνής, την έκφραση του προσώπου και την κίνηση του σώματος του, που έδειχναν την ψυχική διάθεση του ίδιου. Άλλωστε ο Αγαπημένος μας Θέμης Ανδρεάδης γνώριζε καλά πως η πνευματική δύναμη ενός ανθρώπου μετράται με την δόση του χιούμορ που είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει. “Θέλω να μείνω νέος όσον αφορά το θέμα της δημιουργίας. Να μπορώ να δημιουργώ εικόνες και να ζω με αυτές. Όσες φορές δεν το κατάφερα, είναι γιατί έφυγα από τη ρότα μου. Ακόμη και σήμερα το επιδιώκω παρά τις αντιξοότητες. Για παράδειγμα, στα 25 μου και στα 62 μου ήρθα τετ-α-τετ με το θάνατο. Αυτό που με κράτησε είναι ότι αγαπώ πολύ τη ζωή. Οι καλλιτέχνες πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι. Αν όμως αντιμετωπίσεις το θάνατο, υπάρχει ένα μεταίχμιο που κρατάει όχι παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο. Αυτό που λέμε τα έχεις δει όλα. Στα 25 το συνάντησα μέσα σε στιγμές μεγάλης χαράς. Μέσα στην επιτυχία, πήγα να τραγουδήσω κάπου και… έφυγα. Παρά τα όσα συνέβησαν πάνω μου, παρέμεινα. Και η δεύτερη ήταν από καρκίνο. Σηκώθηκα να κάνω μετά από πολλά χρόνια ένα δίσκο γιατί ποτέ δεν ήμουν ευχαριστημένος και δεν ένιωθα άνετα να λένε ήρθε η Θέμης να τραγουδήσει και να πει τη Λούλα και είμαι πολύ ωραίος. Στο τέλος βέβαια εκεί θα καταλήξουμε. Αλλά εγώ δεν μπορώ άμα δεν πάω μπροστά” έχει αναφέρει στο παρελθόν. Έχει συνεργαστεί με σπουδαίους καλλιτέχνες όπως: Καίτη Χωματά, Μιχάλη Βιολάρη, Αρλέτα, Γιώργο Μαρίνο, Μανώλη Μητσιά, Δήμητρα Γαλάνη, Βίκυ Μοσχολιού, Νίκο Ξυλούρη, Νινή Ζαχά, Σπεράντζα Βρανά, Τόλη Βοσκόπουλο, Σταμάτη Κόκκοτα, Τάνια Τσανακλίδου, Λιζέτα

Νικολάου, Λίτσα Διαμάντη, Ρένα Κουμιώτη, Γιάννη Καλατζή, Δημήτρη Μητροπάνο, Μαρία Δημητριάδη, Ρίτα Σακελλαρίου, Γιώργο Ζαμπέτα, Πόλυ Πάνου, Φίλιππο Νικολάου, Μιχάλη Μενιδιάτη, Κατερίνα Στανίση, Γιάννη Πάριο, Γιάννη Βογιατζή, Σωτηρία Μπέλλου, Δημήτρη Γκόγκο Μπαγιαντέρα, Στέλιο Κυρομήτη, Δούκισσα κ.α καθώς & με κορυφαίους συνθέτες όπως: Γιάννη Μαρκόπουλο, Μίμη Πλέσσα, Γιώργο Χατζηνάσιο, Χριστόδουλο Χάλαρη, Βασίλη Δημητρίου, Γιάννη Κιουρκτσόγλου, Λυκούργο Μαρκέα, Γιάννη Λογοθέτη, Χρήστο Κυριαζή, Νίκο Καρβέλα, Νινή Ζαχά, Τάκη Μουσαφίρη, Γιάννη Καραλή, Χρύσανθο Μουζακίτη κ. α Είναι παντρεμένος από το 1977 με την πανέμορφη γλύπτρια Άννα Αβράμ, έχει δυο γιους ( ο μεγάλος γιος, έχει σπουδάσει ψυχολόγος, όμως είναι ηθοποιός και ο μικρότερος είναι εξαίρετος ζωγράφος) και δυο υπέροχα εγγόνια. Μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή που μπορεί να χαίρεται και να απολαμβάνει καθημερινά.

ΛΕΝΑ ΑΛΚΑΙΟΥ Η 23η Ιουλίου είναι η γενέθλια μέρα της Σπουδαίας και Αγαπημένης μας ερμηνεύτριας ΛΕΝΑΣ ΑΛΚΑΙΟΥ (Ελένη Μαχαίρα), η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Απόφοιτη του Κολεγίου Saint George τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων. Από τις επιφανείς μας σύγχρονες ερμηνεύτριες, με την αληθινά γνήσια λαϊκή φωνή της, μιλά χρόνια τώρα κατευθείαν στις καρδιές μας. Με την αναμφισβήτητη αυθεντικότητα της φωνής της και την καθαρότητα της ψυχής της, έχει κερδίσει την Αγάπη Όλων μας. Θεμελιώδεις χαρακτηριστικά της, η σεμνότητα, η ταπεινότητα, η ευγένεια του ψυχισμού της, το γλυκό της χαμόγελο και το ήπιο της, με τα οποία έχει ενθρονιστεί στην συνείδηση και την καρδιά του κοινού της. Από τα μικράτα της, παρακολούθησε μαθήματα φωνητικής στο Ωδείο, με καθηγήτρια την σπουδαία Άννα Διαμαντοπούλου ,(η οποία αντιλήφθηκε νωρίς, το θαυμαστό της φωνής της). Είχε την ευκαιρία, στα πρώτα της βήματα, να συνενώσει την φωνή της, δίπλα σε σημαντικούς μας ερμηνευτές, όπως: την Μαρίζα Κωχ, την Πόλυ Πάνου, την Ελένη Βιτάλη, τον Μανώλη Μητσιά, τον Αντώνη Καλογιάννη, την Πίτσα Παπαδοπούλου, Λίτσα Διαμάντη, τον Τάκη Μπίνη και αργότερα με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο, τον Γιάννη Κότσιρα, τον Δημήτρη Μπάση, τον Κώστα Μακεδόνα, την Αναστασία Μουτσάτσου, τον Στέλιο Διονυσίου, τον Λάμπρο Καρελά, κ.α σπουδαία ονόματα της Μουσικής Σκηνής.

Το 1993 σημειώνεται η συμμετοχή της, στην πρώτη της δισκογραφική εμφάνιση με το τραγούδι »Μαύρο φόρεμα» στον δίσκο: «ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ» (Νένας Βενετσάνου – Μπέτυς Κομνηνού) και το 1994 συμμετέχει επιτυχώς με τα πρώτα της έξι τραγούδια, σε στίχους Γιώργου Κρητικού και Σωτηρίας Μπαβέλου και σε μουσική Γιάννη Νικολάου, στον δίσκο «ΟΝΕΙΡΑ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ». Έχει συνεργαστεί και συνταιριάξει με βαρυσήμαντους συνθέτες, τόσο δισκογραφικά όσο και σε ζωντανές συναντήσεις, όπως με τον Μίκη Θεοδωράκη (στην παράσταση: «ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΛΛΑΔΑ» στα θέατρα «ΠΑΡΚ» και «ΒΕΜΠΟ»), τον Μίμη Πλέσσα ( με τον Στέφανο Κορκολή, στο «FIX» Θεσσαλονίκης ), τον Πασχάλη (στο «ΤΑΒΟΟ») τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Θανάση Πολυκανδριώτη, τον Μάριο Τόκα, τον Γιάννη Σπανό, τον Τάκη Σούκα, τον Νότη Μαυρουδή, τον Γιώργο Κατσαρό, τον Γιώργο Ζήκα, με την Μαριώ (Χάραμα) καθώς και δύο εκλεκτές συνεργασίες στο «ΖΟΟΜ» με την Πέμυ Ζούνη ( 1998-1999) και με τον Γιώργο Νινιό σε μια μουσικοθεατρική παράσταση («ΑΖΟΥΜΑΡΙΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ»2002-2003). Ο πρώτος της προσωπικός δίσκος «ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΟΥ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ» ανατέλλει το 1997, σε μουσική Γιώργου Ζήκα και Γιάννη Νικολάου και στίχους Γ. Κρητικού – Β. Ανδρικοπούλου, από τον οποίο αναδύεται το τραγούδι «ΙΧΝΟΣ» ( δικαίως, από τις μεγάλες αμετάβλητες επιτυχίες της … καθώς αφήνει το ανεξίτηλο «χνάρι» της, στο μουσικό «γίγνεσθαι»). Ο δεύτερος προσωπικός «ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΓΙΑ ΛΑΘΗ » γεννιέται το 1999 σε μουσική: Νίκου Παραστατίδη και στίχους Γιώργου Κρητικού, ενώ το 2000 καταγράφεται στην κυκλοφορία ένας εκπληκτικά πλούσιος δίσκος με 15 μυθικά τραγούδια ύψιστων Ελλήνων συνθετών, τα οποία ερμηνεύει ονειρεμένα η ίδια και τιτλοφορείται «ΣΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΤΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ» παραγωγής του Μάκη Δελαπόρτα και με τις απολαυστικές συμμετοχές της ονομαστής Ρένας Κουμιώτη και του ξεχωριστού Μίμη Πλέσσα. »ΔΕΝ ΜΟΙΡΑΖΕΤΑΙ Η ΑΓΑΠΗ» λέγεται το 4ο album της, το οποίο παρουσιάζεται τον Μάρτη του 2002 με την συνέργεια αξιοσήμαντων

δημιουργών (Χρήστος Νικολόπουλος, Νότης Μαυρουδής, Κώστας Μακεδόνας, Γεράσιμος Ανδρεάτος, Άγγελος Πυριόχος, Ηλίας Κατσούλης, Φίλιππος Γράψας) οι οποίοι εμπνέονται από την ευδιάκριτα μοναδική Λένα Αλκαίου και εμείς να υποκλινόμαστε στο αξιοπρόσεκτο αποτέλεσμα. Το 2003 συνενώνεται με το συγκρότημα «ΑΜΜΟΣ» στον δίσκο «Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ» και το 2006 εναρμονίζει με διαχρονικές, παρελθοντικές επιτυχίες, τρία ολοκαίνουρια τραγούδια της, στην εξαίρετη δουλειά της, το «ΜΕΤΑ». Αξιόλογες και οι συμμετοχές της, στους δίσκους: «Η ΩΔΗ ΤΩΝ ΟΔΩΝ» (Μιχάλης Τερζής, 2000), «ΑΝΩΤΑΤΗ ΖΑΜΠΕΤΙΚΗ» ( ανέκδοτα τραγούδια του Γ. Ζαμπέτα, 2001), «ΠΑΡΩΝ ΣΤΟΝ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗ» (Live, 2003), «ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΛΛΑΔΑ» (Μίκης Θεοδωράκης, 2004), «ΑΨΕΝΤΙ» (Τάκης Σούκας, 2005), «ΤΟ ΚΑΦΕ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ’‘ (μουσική Χρ.Γερμενή, Στ. Κορκολή και στίχοι Χάρη Ρώμα, 2005). Το «Καταφύγιο» σε στίχους της Λουκίλας Καρρέρ και σε μουσική του Μαυρίκιου Μαυρικίου, »απογειώνει» , με την ερμηνεία της, η χαρισματική μας, καλλικέλαδη Λένα Αλκαίου. «Ζωή στον Άσσο» σε στίχους Σπύρου Λιμνιάτη και μουσική Χρύσας Κωττάκη , μας συνεπαίρνει με την απαράμιλλη ερμηνεία της, αφού «με το τραγούδι της, καίει τα σκοτάδια» και φωτίζει με την «ασπροβολιά» του χαρακτήρα της. Μητέρα της μονάκριβης κορούλας της Χρυσάνθης, την οποία μεγαλώνει μόνη της, αφού όταν γεννήθηκε έχασε όλη την οικογένεια της, όταν το μοιρόγραφτο «έπαιξε» την «ζαριά» του, κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης της, δοκιμάζεται σκληρά με την απώλεια των γονιών της και του νεότατου αδελφού της (33 ετών) που ήδη είχε φύγει από την ζωή! Η στέρηση τους, ατόφιο βαλάντωμα ψυχής, όμως η Λένα δεν τα παρατάει. Κρατά στην αγκαλιά της, το πολυτιμότερο δώρο ζωής. Την Χρυσάνθη της. Ζει και αναπνέει για εκείνη. Προτεραιότητα & θέλημα της, η φροντίδα, η καλλιέργεια και το «φτέρωμα» της Ακριβής της. ΄΄Ευτυχώς που υπάρχει στη ζωή μου η κόρη μου. Άλλαξε η ζωή μου. Εγώ δεν είχα μια απώλεια στη ζωή μου, αλλά τις πιο σημαντικές που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος.

Έχασα όλη μου την οικογένεια και σίγουρα άλλαξα πάρα πολύ. Προσπάθησα και προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου, να είμαι όσο καλύτερα γίνεται, γιατί το παιδί μου πρέπει να με βλέπει χαρούμενη και γελαστή. Δίνω πολλή αγάπη στην κόρη μου. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω έπειτα από μια απώλεια, παρά μόνο να παλέψουμε να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας και να προχωρήσουμε»… » «Είναι η αγάπη μου, η ζωή μου, η λατρεία μου». Άλλαξα την κοσμοθεωρία μου από τη στιγμή που γέννησα το παιδί μου και νομίζω ότι αυτό συμβαίνει σε κάθε γυναίκα», έχει δηλώσει σε συνέντευξή της. Αξιαγάπητη, διαπρεπής ερμηνεύτρια, γενναία, στοργική και εύτολμη μανούλα, η Λένα Αλκαίου «γράφει» χιλιόμετρα Αγάπης στις καρδιές μας, για όλα όσα πρεσβεύει. Στις 28 Αυγούστου είχαμε την Χαρά και την Τιμή να την απολαύσουμε, στο μεγάλο φεστιβάλ – θεσμό, τα «Ηράκλεια» που διοργανώνονται από το Τμήμα Πολιτισμού Δήμου Ηρακλείου Αττικής στον εξωτερικό χώρο του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Π. Ηρακλείου, που αγιογράφησε ο Φώτης Κόντογλου, σε μια μουσικοθεατρική παράσταση «Η καρδιά μου μια Πατρίδα», με κεντρικό θέμα τον ξεριζωμό με την Λένα Αλκαίου, την Ευτυχία Φαναριώτη, τη φιλική συμμετοχή του Γιάννη Κρητικού και τέσσερις σολίστες μουσικούς, σε κείμενα του Κώστα Μπαλαχούτη και σκηνοθεσία της Βάσιας Παναγοπούλου, βασισμένη στην θεμελιακή ιδέα της Αγαπημένης Αθηνάς Τσαμαδού. «Την Αγαπάμε» και της τραγουδάμε κι εμείς για να της εκφραστούμε όπως εκείνη στο τραγούδι «Τον Αγαπώ» και την ευχαριστούμε για την διαρκή προσφορά της στην ελληνική μουσική σκηνή και τον πολιτισμό μας! Προσωπικά την ευχαριστώ θερμά για την παρουσία της στην εκπομπή μου, στο ραδιόφωνο (Επικοινωνία 94fm) για την όμορφη συζήτηση που είχαμε και την γλυκύτητα του ψυχισμού της.

ΜΑΡΙΑ ΚΑΝΔΥΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ κι έναν καιρό... κάπου στην Γερμανία γεννήθηκε ένα πανέμορφο κοριτσάκι που το λέγανε Μαρία. Η καλύτερη συστατική επιστολή για την Ζωή της, όπως έλεγε κι ο Αριστοτέλης. Από εκείνες τις Ομορφιές... που δεν φωτογραφίζονται. Παράδεισος ματιών εν ολίγοις, συνάμα όμως αντιλαμβανόσουν και την ευθραυστότητα της. Της άρεσε πολύ να κρατά τον εαυτό της φωτεινό και τρόπο, να μπορεί δηλ. η ψυχή της να βλέπει το αόρατο. Στην πόλη της Καστοριάς, ανατρέφεται έως την νεαρή της ηλικία όπου και ξεκινούν οι πρώτες ανησυχίες για το μέλλον. Η γοητευτικότατη νεαρή μας Μαρία σπουδάζει λογιστική και δυναμώνει ως Ελεύθερη επαγγελματίας. Ήδη βιώνει τις δικές της εξελικτικές αλλαγές. Μανούλα πλέον δύο υπέροχων παιδιών μεγαλώνει, διαχειρίζεται ποικίλους και πολύπλοκους ρόλους πλέον. Διαμένει πια στην πόλη της Καβάλας, με όλα τα πλεονεκτήματα της ποιοτικής ζωής που προσφέρει η Φύση και η ζωή μακριά από τις μεγαλουπόλεις. Η προσωπική της αναζήτηση, (θέματα που σχετίζονται με την προσωπική ψυχική λειτουργία) οι ανησυχίες της, οι αγωνίες της κι όλα όσα απασχολούν το μυαλόκαρδο της, εκφράζονται με καταθέσεις της ψυχής της αφού το 2017 κυκλοφόρησε το πρώτο

της βιβλίο με τον τίτλο "Πλυμένα λάβαρα" από τις εκδόσεις Τύρφη. Το 2018 συμμετείχε στο συλλογικό βιβλίο "Εκ του μη όντος" από τις εκδόσεις Τύρφη. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στον ηλεκτρονικό τύπο και παράλληλα συνεργάστηκε με τους Arpeggios Music Productions οι οποίοι έντυσαν με πειραματικό ήχο και εικόνα ποιήματα της. Εκτός από τη συγγραφή ασχολείται και με το ιντερνετικό ραδιόφωνο ως ραδιοφωνική παραγωγός. Εκπέμπει Αγάπη, Φως, συναισθήματα μιας χρωματοφόρας ψυχής, που πάει βαθύτερα, σ ένα ζεστό γαλήνιο ενεργειακό επίπεδο ώστε να γεύεται την θεμελιώδη ενότητα με τον εαυτό της. Σε σκοτεινούς καιρούς, σαν κι αυτούς που βιώνουμε, που υποφέρουμε από έλλειψη, νόησης, κατανόησης, Ανθρωπιάς, καλοσύνης, Αγάπης, τρυφεράδας κ.α, η Ποιήτρια μας ''στενάζει'' από την ελλειπτική τροχιά που διαγράφει ο συναισθηματισμός. Ονειρεύεται... της αρέσει πολύ να ονειρεύεται να μπορεί να κάνει βόλτες στο μοσχοβολιστό κήπο της ψυχής της, να σχετιστεί με τις βαθύτετρες σημασίες που κρύβει πάντα το ασυνείδητο της το οποίο γνωρίζει καλύτερα από όλους τις πιο καλά κρυμμένες επιθυμίες. Μας προσκαλεί κι εμάς με τις ''Εκκωφαντικές Ανάσες‘’, να αρωματίσουμε τις καρδιές μας, να θαυμάσουμε την αύρα της γραφής της, ν απολαύσουμε την εμπειρία του περάσματος στον εσωτερικό της κόσμο, με σεβασμό και διακριτικότητα, αλαφροπατώντας όμως μη τύχει & διαταράξουμε την ησυχία της Ομορφιάς.. ''Η ψυχή είναι σιωπηλή αν και όποτε μιλήσει μιλάει με όνειρα.‘’ 'Ονειρα που έβλεπε συνεχώς, όνειρα που σχεδόν ποτέ δεν τα θυμόταν... μας έχει πει. Όνειρα όμως που γίνονται στόχος όταν γίνονται ενέργειες για την πραγματοποίησή τους.

Οι Ανάσες της Ποιήτριας μας.... Εκκωφαντικές μα με το άγγιγμα της ευαισθησίας & του πόνου, γνωρίζοντας καλά πως οι Άνθρωποι είμαστε ψέματα την ημέρα κι όνειρα το μεσονύχτι....τις ώρες της ψυχικής ανάδευσης. Όσο λοιπόν τα όνειρα είναι απαραίτητα για την Ζωή άλλο τόσο η Τέχνη, η Γραφή και η ποίηση είναι το Οξυγόνο, η Ανάσα, Ζωής για την κοινωνία... είναι κάτι ανάμεσα στο όνειρο και την ερμηνεία του… όπως έχει πει ο Φλωμπέρ. Εκείνη λοιπόν μας διηγείται πώς...... ''Σήμερα.... Ξύπνησε σίγουρα με μια αίσθηση ευφορίας, ίσως επειδή το αδυσώπητο ξυπνητήρι της πραγματικότητας τα σβήνει.. Σήμερα όμως είναι Δευτέρα και ένα όνειρο της το ζει.. ''Ήταν μια έρημος, λέει και εγώ στη μέση του πουθενά να τη διασχίζω χωρίς να φοβάμαι, χωρίς να αφυδατώνομαι και να προχωρώ μόνο έχοντας την αίσθηση ότι με περιμένει μια ανοιχτή θάλασσα, μόλις περάσω αυτή την τεράστια αμμουδιά. Μυρίζω ήδη την αλμύρα και κάπου στο βάθος καταφέρνω και διακρίνω ένα λευκό πανί ιστιοφόρου.'' Και Ναι... Σήμερα είναι Δευτέρα και το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Συγκινητική στιγμή, να το μοιράζεται Μαζί μας, ώστε να μπορούμε να το δούμε και εμείς, αγκαλιάζοντας τις ηχηρές ανάσες του. Άλλωστε τα όνειρα είναι η ένδειξη ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί....κι αν δεν μας παραξενεύουν, τότε σίγουρα δεν ονειρευόμαστε. Παραθέτω τον λόγο του Ομιλητή Δημήτρη Φαρή (Συγγραφέας Μουσικός- Καθηγητής Πληροφορικής) Παρουσίαση - Εκκωφαντικές Ανάσες Μαρία Κανδύλη. Ξεκινώ. Αλλά δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Σκέφτομαι τον Jung και τις θεωρίες του περί συγχρονισμού και ψάχνω το πρώτο βιβλίο της Μαρίας Κανδύλη στην βιβλιοθήκη μου. Ανοίγω τα Πλυμένα Λάβαρα και ελπίζω να βρω την πολυπόθητη αρχή. Την Αρχή της Μαρίας … και ΝΑ! Η συγχρονικότητα με ανταμείβει . Σελίδα 28,

Καινούργιες Λέξεις… διαβάζω τις πρώτες γραμμές: Όσο μεγαλώνω τρέχω προς τα πίσω τη ζωή μου, σαν ένα αγαπημένο τραγούδι που δεν χορταίνω ν’ακούω ξανά και ξανά, που αρνούμαι να μάθω όλα τα λόγια του, για να έχω την δικαιολογία να κάνω μια επανάληψη. Μετά μου αρέσει το παιχνίδι και ανοίγω τις Ονειρόπετρές της. Σελίδα 63, το ποίημα τιτλοφορείται Κόσμος: Καμία θάλασσα δεν είναι τόσο βαθιά Για να πνίξει αναμνήσεις Κανένας άνεμος δεν μπορεί να σκορπίσει Δοσμένα φιλιά. Τελικά τι είναι Ποίηση και πώς ένας κοινός θνητός αποφασίζει μια μέρα να γράψει το πρώτο του ποίημα; Ποίηση είναι συμβολισμός και αυτός που διαβάζει ένα ποίημα ψάχνει μίαν απάντηση, έναν οδηγό στην δική του ζωή, μια αντιστοιχία με τα δικά του σύμβολά, μια συμβουλή ή έστω …συμβολή. Διαβάζεις ένα ποίημα και επιτρέπεις στον ποιητή να εισβάλει στη δική σου ζωή και να την μεταλλάξει με τα δικά του σύμβολά. Μετά το ποίημα ωριμάζει, χωνεύεται, περνάει την όχθη του Άλλου και γίνεται δικό σου. Τώρα το ποίημα λέει κάτι για σένα, έπαψε να μιλάει ο ποιητής, τώρα ποιητής γίνεσαι εσύ. Ποιείς και αλλάζεις την δική σου θέαση των πραγμάτων. Από την άλλη ο Ποιητής τι κέρδισε; Πρώτα κερδίζει μια άμεση καταγραφή της σκέψης του. Νιώθει για λίγο μέσο ανάμεσα σε Γή και Ουρανό. Κατεβάζει τις ιδέες του Ουρανού στην Γή καταρχάς για να τις φτιάξει πιο Γήινες μήπως και πάψει να τρομάζει ο ίδιος. Την ώρα που το ποίημα ξεδιπλώνεται μπροστά του, αναγνωρίζει πώς αυτό δεν είναι του Ουρανού μα ούτε και δικό του. Ήδη οι εκκωφαντικές του ανάσες παίρνουν υπόσταση σαν άνεμος και περνούν στα στήθη άλλων.

Όσο και μόνος να είναι ο Ποιητής, νιώθει πάντα από την αρχή πώς έχει αναγνώστες. Θέλει να τους πει την ιστορία του, να τους δώσει συμβουλές, να τους αποτρέψει να κάνουν τα ίδια λάθη με αυτόν, και κυρίως, να επικοινωνήσει. Ο Ποιητής γράφει πάντα μέσα στη μοναξιά του αλλά μετά αναγνωρίζει πώς αυτό κοινοποιήθηκε σε όλους τους άλλους. Για αυτό και αμέσως μετά … εκδίδεται. Γνωρίζω τη Μαρία. Πρώτα γνωρίζω τη Μαρία άνθρωπο, με τις λάμψεις και τα σκοτάδια της, με τις χαρές και τις αγωνίες της. Και αμέσως μετά αρχίζω να γνωρίζω τη Μαρία Ποιήτρια. Εκεί ο κάθε άνθρωπος ανυψώνεται. Μέσα στα ποιήματα βλέπω τις σκέψεις της κατασταλαγμένες και τις αγωνίες της αφιλτράριστες. Διαβάζω κάτι από τα Ακριβά Όνειρα: Επώδυνο να αδειάζεις αποσκευές νοερών ταξιδιών Είναι που δεν πρόλαβες να ντύσεις το κορμί Με εκείνα τα ακριβά όνειρα που είχες πάρει Ένα νούμερο μεγαλύτερα για να τα φοράς Και να νιώθεις άνετα. Η Μαρία Ποιήτρια εκφράζει όλη την αγωνία του θηλυκού γένους που πασχίζει να είναι κοινωνικά ισότιμο και συναισθηματικά υγιές. Εκφράζει το πάθος για άγριες θάλασσες και την ανάγκη ενός ήσυχου λιμανιού. Πολεμάει για την αληθινή ζωή ενώ μπορεί να ζήσει και ολόκληρη ζωή μέσα στη υποκρισία του σύγχρονου κόσμου. Και δεν μιλάμε για την υποκρισία του εκάστοτε ατόμου αλλά για την υποκρισία των ρόλων η οποία επιβάλλει στην γυναίκα μια ζωή προδιαγεγραμμένη και μια τροχιά τόσο καθορισμένη που πολλές γυναίκες ούτε καν αμφιβάλουν για το πώς πρέπει να ζήσουν. Έχουν αποφασίσει ήδη οι προηγούμενες γενιές για αυτές. Εκεί λοιπόν, μέσα στη νύχτα του μυαλού, σε εκείνες τις ώρες που η νόηση ξεφεύγει, βγαίνει το ορμητικό ποτάμι της ποίησης και τα σαρώνει όλα. Και ρόλους και πρέπει και ζωή προκαθορισμένη. Διαβάζω ένα κομμάτι από το Λίγο Ακόμα:

Θαρραλέες μερικές νύχτες σου Όσο προχωρούν τόσο πιο εμπόλεμες γίνονται Και σύ να κοιμηθείς δεν μπορείς Παλεύεις με τα σεντόνια για να φτιάξεις Προσωπικό βουνό κι ακουμπάς το πόδι Γυμνό στην απάτητη κορφή. Εκεί λοιπόν μέσα στη νύχτα από την αντίφαση της ζωής, γεννιέται η Ποίηση που κατεβαίνει όλα τα επίπεδα της ύπαρξης (Πνευματικό, συναισθηματικό και υλικό) και συμπαρασύρει σαν ποτάμι τα πάντα. Είναι η αντίφαση που γεννά την Τέχνη, διότι ο άνθρωπος που ζει ευτυχισμένα δεν έχει παρά να αφεθεί και να απολαύσει, ενώ ο άνθρωπος που συνειδητοποιεί την αντίφαση, εγείρεται, εξεγείρεται, επαναστατεί και στήνει την άλλη Ζωή εμπρός του, αυτή που πραγματικά θα ήθελε να ζήσει και δεν μπορεί. Και τότε το ποίημα είναι τόσο αληθινό που μοιάζει με Ζωή και η Τέχνη γίνεται βάρκα και νησί ταυτόχρονα και η ύπαρξη διασώζεται, επιβιώνει ή τουλάχιστον γίνεται ανεκτή για μία μέρα ακόμα. Διαβάζω την αρχή από το Ανεκπλήρωτο: Και εσύ, Οδυσσέα αν πραγματικά πίστευες πως έχεις τη δύναμη ν’ αντισταθείς δεν θα δενόσουν έτσι με σχοινιά. Εδώ μοιάζει ολοκάθαρο. Η ψυχή του αναγνώστη ζητά την περιπέτεια, τις θάλασσες του Οδυσσέα, το τραγούδι των Σειρήνων μα ταυτόχρονα θέλει να μείνει δεμένη στο γνώριμο και ασφαλές γιατί μόνο αυτό εξασφαλίζει την συνέχεια, εμπνέει σιγουριά, αποπνέει κανονικότητα. Η ιστορία είναι γνώριμη σε όλους. Διψάμε να εκπληρωθεί το ανεκπλήρωτο αλλά δεν θέλουμε να χαλάσουμε και την ίδια την μαγεία του, όλο αυτό που το καθιστά ανεκπλήρωτο, οι κοινωνικές επιταγές και η γνώριμη κατάσταση της ασφάλειας όσο μένουμε μακριά του. Σχεδόν σε κάθε ποίημα της Μαρίας ενυπάρχει αυτή η μάχη με το Ανεκπλήρωτο. Η άγρια χαρά της επιθυμίας που διψάει να τα κερδίσει όλα απέναντι στην ηρεμία και γαλήνη της ασφάλειας που εξασφαλίζει, την ειρήνη και την συνέχεια.

Και μιας και μιλήσαμε για μάχη με το Βουνό της Ασφάλειας ποια θα μπορούσε να είναι η μέγιστη ρωγμή, η χαράδρα που τα χωρίζει όλα στα δύο; Την αφήνω για λίγο να αιωρηθεί αυτήν την ερώτηση και την ξαναδιατυπώνω αλλιώς. Τι είναι αυτό που θα μπορούσε μονομιάς και αδιαπραγμάτευτα να μας χωρίσει στα δύο; Το ακούω να αντηχεί στα κεφάλια σας μα πάνω από όλα το ακούω να φτερουγίζει από το στήθος σας. Ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου, πέρα από τον θάνατο ο οποίος δεν τον αφορά, είναι ο Έρωτας. Εκεί η Ύπαρξη μοιράζεται στα δύο, γίνεται ο Εαυτός και ο Αγαπημένος Άλλος. Διαβάζω από το ποίημα Χωρίς Άκρες: Αόρατες κλωστές δένουν ανθρώπους Παράξενες- χωρίς άκρες – για να μην καταλάβεις τον σφιχτό κόμπο. [ … ] και λίγο παρακάτω λέει σαν επίγραμμα: Από εκείνη τη στιγμή και μετά θα νιώθεις το αμυδρό τράβηγμα ακόμα και όταν θα μένεις τελείως ακίνητος. Αυτές οι αόρατες κλωστές του Έρωτα που τελικά δεν είναι αδύναμες αλλά μοιάζουν με ατσαλόσυρμα, είναι αυτές που από μακριά σε ενώνουν με τον Αγαπημένο Άλλο αλλά ταυτόχρονα είναι και αυτές που σε διαχωρίζουν από τον Εαυτό σου. Και ΕΝΩ θα ήθελες να ήσουν πάντα ενωμένος με όλο τον εαυτό σου, Τι ΚΡΙΜΑ που τον βλέπεις τώρα , όχι μόνο να γίνεται δύο κομμάτια αλλά συχνά και θρύψαλα. Είναι τότε που το βαθύτερο Είναι μας μονολογεί και λέει όπως η Ποιήτρια στις Εκκωφαντικές Ανάσες: Σ’ αγαπώ Σε μισώ Μου λείπεις Σε ξέχασα Χάθηκες Χάθηκα. Αν με ρωτούσαν να πω με το χέρι στην καρδιά ποια είναι αυτά τα θέματα που πραγματεύεται η Μαρία, ποιες είναι οι χορδές που

Αγγίζει με τις λέξεις θα φτάσω για άλλη μια φορά να μιλώ για όλα αυτά που μας απασχολούν. Ξεκινά από την μοναξιά, από την Αντίφαση της ψεύτικης ζωής με την αληθινή, περνάει στην επανάσταση του Νου και του Σώματος ώστε τελικά ο άνθρωπος να ζήσει εναρμονισμένος με την δική του φύση και καταλήγει στον Έρωτα ως το τελευταίο λιμάνι του Οδυσσέα. Το ταξίδι του αναγνώστη όμως δεν θα λήξει στην πολυπόθητη ασφάλεια του τελευταίου λιμανιού γιατί κάτι τέτοιο υπάρχει μόνο στα παραμύθια. Έχοντας πονέσει η ίδια την στιγμή που μας αφηγείται θα το προχωρήσει λίγο παρακάτω στην αποκαθήλωση όλων αυτών. Θα μιλήσει για χωρισμό, για απόσταση, για απώλεια και μοναξιά, εκείνη την σκληρή μοναξιά της απόρριψης μετά το θαύμα του Έρωτα. Θα τα πει όλα σαν να πήγε και να ήρθε, σαν να γύρισε ξανά στην Τροία, σαν να μην της έφτανε η προσωπική της Ιθάκη. Τότε ο αναγνώστης θα νιώσει πώς τα έχει βιώσει ολοκληρωτικά όλα. Εκείνη θα είναι η στιγμή που θα καλέσει συντρόφους και πηδαλιούχο να ξαναβγούν στον πηγαιμό για την Τροία, για τον πόλεμο, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσουν την απραξία και τον συμβιβασμό. Τι κι αν η θάλασσα είναι αγριεμένη και πάλι, τι κι αν το λιμάνι είναι ακόμα σιμά, τι και αν δεν προλάβαμε να χαρούμε λίγο κρασί και μεσημεριανό ύπνο στο νυφικό κρεβάτι της Πηνελόπης. Θα ξαναβγούμε στα ανοιχτά και θα αντιμετωπίσουμε, Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες, τον Αίολο με όλα τα παιδιά του. Θα μετρήσουμε την ένταση και η ένδειξη θα ουρλιάζει «9 μποφόρ!» Και τότε καταμεσής στον Ωκεανό θα δούμε την Καλυψώ σαν σε όνειρο να μας ξαναζητά , να ανοίγει την αγκαλιά και να μαςπροσφέρει πάλι την Αιωνιότητα. Τότε, αφού τα έχουμε ζήσει όλα θα την δεχτούμε και θα παραδοθούμε στο Άγνωστο Σκοτάδι. Και είναι αλήθεια πώς τα είχε καταφέρει Πολλές φορές Μόνο που τότε ο καπετάνιος γαντζωνόταν Με απόγνωση από τα δικά της βλέφαρα Και κρατώντας την ανάσα βουτούσε ξανά στα βαθιά Σκούπιζε τα μάτια της εκείνη Χαμογελούσε προσωρινά Είχε τη δική της τη Θάλασσα. Δημήτρης Φαρής 19/9/22

Get in touch

Social

© Copyright 2013 - 2024 MYDOKUMENT.COM - All rights reserved.